θερισμός

From LSJ
Revision as of 14:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερισμός Medium diacritics: θερισμός Low diacritics: θερισμός Capitals: ΘΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: therismós Transliteration B: therismos Transliteration C: therismos Beta Code: qerismo/s

English (LSJ)

ὁ, A mowing, reaping, X.Oec.18.3, PHib.1.90.5 (iii B.C.), PFlor.101.4 (i A.D.). II reaping-time, harvest, Eup.202, Plb.5.95.5, Ev.Matt.13.30, al. 2 harvest, crop, LXX Le.19.9, Ev.Matt. 9.37.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson;
3 champ de blé.
Étymologie: θερίζω.

Russian (Dvoretsky)

θερισμός:
1 уборка, жатва Polyb., NT;
2 время жатвы NT.

Greek (Liddell-Scott)

θερισμός: ὁ, = θέρισις, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ σῖτος ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι αὐτόθι Θ΄ 37.

English (Strong)

from θερίζω; reaping, i.e. the crop: harvest.

English (Thayer)

θερισμοῦ, ὁ (θερίζω), harvest: equivalent to the act of reaping, ἐξηράνθηθερισμός, the crops are ripe for the harvest, i. e. the time is come to destroy the wicked, Sept. for קָצִיר rare in Greek writings, as Xenophon, oec. 18,3; Polybius 5,95, 5.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θερισμός) θερίζω
1. η κοπή τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών φυτών με δρεπάνι ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσί πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)
2. ο καιρός, η εποχή κατά την οποία θερίζουν
μσν.-αρχ.
συγκομιδή, σοδειά
αρχ.
το σιτάρι στον αγρό το οποίο πρόκειται κάποιος να θερίσει.

Greek Monotonic

θερισμός: ὁ (θερίζω),
1. η εποχή του θερισμού, θερισμός, δρεπάνισμα, σε Καινή Διαθήκη
2. σοδειά, στο ίδ.

Middle Liddell

θερισμός, ὁ, θερίζω
1. reaping-time, harvest, NTest.
2. the harvest, crop, NTest.

Chinese

原文音譯:qerismÒj 帖里士摩士
詞類次數:名詞(13)
原文字根:溫暖(禮) 相當於: (קָצִיר‎)
字義溯源:收穫,收割,莊稼,收成;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(13);太(6);可(1);路(3);約(2);啓(1)
譯字彙編
1) 莊稼(6) 太9:38; 太9:38; 路10:2; 路10:2; 路10:2; 啓14:15;
2) 收割(3) 太13:30; 太13:39; 約4:35;
3) 收割了(1) 約4:35;
4) 收成(1) 可4:29;
5) 收割的(1) 太13:30;
6) 收的莊稼(1) 太9:37