προσπαίζω

From LSJ
Revision as of 15:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαίζω Medium diacritics: προσπαίζω Low diacritics: προσπαίζω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΙΖΩ
Transliteration A: prospaízō Transliteration B: prospaizō Transliteration C: prospaizo Beta Code: prospai/zw

English (LSJ)

fut. A -παίξομαι App.BC4.118: aor. προσέπαισα Pl. Euthd.283b, Alciphr.3.65; also προσέπαιξα ib.5, Plu.Caes.63:—play or sport with, τινι X.Mem.3.1.4, Pl.Euthd.278b; of a partridge, Porph.Abst.3.4: metaph., προσπαίζουσα τοῖς ὤμοις κόμη playing over, Poll.2.25. 2 abs., sport, jest, π. ἐν λόγοις Pl.Phdr.262d, cf. Lg. 653e, 804b; opp. σπουδάζειν, Id.Euthd.283b. 3 laugh at, make fun or sport of, τινι Men.Epit.182, Plu.2.197d, Caes.63; satirize, τινι D.L.4.61, 7.164:—Med., App. l.c. II c. acc., θεοὺς π. sing to the gods, sing in their praise or honour, Pl.Epin.980b: c. dupl. acc., ὕμνον προσεπαίσαμεν . . τὸν . . Ἔρωτα sang a hymn in praise of Eros, Id.Phdr.265c. 2 banter, τοὺς ῥήτορας Id.Mx.235c, cf. Euthd.285a; π. τὸν κύνα, τὸν ἄρκτον, tantalize, Luc.Dom.24, Ael.NA4.45.

German (Pape)

[Seite 776] (s. παίζω), mit Einem spielen, auf Einen anspielen, τινί, Lob. Phryn. p. 463; τοῖς ἀνθρώποις, Plat. Euthyd. 278 b; ἐν λόγοις, Phaedr. 2624; προσεπαισάτην, Gegensatz von ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 b; übh. scherzen mit Einem, τινί, Rufin. 38 (V, 28); ἀλλήλοις, Pol. 8, 29, 4; πρὸς τὸν καιρόν, 10, 4, 8; auch verspotten, τινά, z. B. τοὺς ῥήτορας, Plat. Menex. 235 c; Euthyd. 285 a schwankt die Lesart; Phaedr. 265 c, προσεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν Ἔρωτα, ist es mehr »schmeicheln, huldigen«; θεούς, Epinom. 980 b, die Götter durch ein ihnen zu Ehren gesungenes Lied feiern; – τινί, Luc. Demon. 21; Plut. Caes. 63; – προσέπαιζεν αὐτῷ λέγων, Xen. Mem. 3, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

1 jouer ou badiner avec, dat. ou acc.;
2 prendre pour sujet de jeu : τινί, se jouer de qqn, railler qqn.
Étymologie: πρός, παίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παίζω, aor. προσέπαισα en προσέπαιξα met dat. de spot drijven met:. προσέπαιζεν αὐτῷ hij dreef de spot met hem Xen. Mem. 3.1.4; προσπαίζεις ἐμοί; drijf je de spot met mij? Men. Epitr. 399. met acc. voor de gek houden, belachelijk maken, plagen:. προσπαίζεις... τοὺς ῥήτορας jij maakt de redenaars belachelijk Plat. Menex. 235c; προσπαίζει τὸν κύνα hij plaagt zijn hond Luc. 10.24. met acc. en acc. v. h. inw. obj. toezingen, voorspelen (als eerbewijs):. μυθικόν τινα ὕμνον προσεπαίσαμεν... Ἔρωτα wij hebben Eros een soort mythische hymne toegezongen Plat. Phaedr. 265c.

Russian (Dvoretsky)

προσπαίζω: (aor. προσέπαισα - поздн. προσέπαιξα)
1 играть, шутить, забавляться (τινί Xen., Plat.): π. ἐν τοῖς λόγοις Plat. играть словами;
2 насмехаться (τινί Plut.);
3 вышучивать (τοὺς ῥήτορας Plat.);
4 поддразнивать, дразнить (τὸν κύνα Luc.);
5 прославлять, славить, воспевать (τὸν Ἔρωτα, θεούς Plat.).

Greek Monolingual

Α
1. παίζω, αστειεύομαι ή χαριεντίζομαι με κάποιον
2. περιγελώ, περιπαίζω κάποιον
3. σατιρίζω
4. ειρωνεύομαι, σκώπτω, εμπαίζω κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», Πλάτ.)
5. βασανίζω, τυραννώ («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.)
6. μτφ. (για άψυχα) κινούμαι εδώ και εκεί, ταλαντεύομαι πάνω σε κάτι («προσπαίζουσα τοῖς ὤμοις κόμη», Πολυδ.)
7. φρ. «θεοὺς προσπαίζω» — εξυμνώ τους θεούς με εγκωμιαστικό ύμνο, τραγουδώ προς τιμήν τών θεών.

Greek Monotonic

προσπαίζω: μέλ. -παίξομαι, αόρ. αʹ -έπαισα και -έπαιξα·
I. 1. παίζω ή διασκεδάζω με, τινί, σε Ξεν., Πλάτ.
2. απόλ., παίζω, αστειεύομαι, σε Πλάτ.
II. 1. με αιτ., προσπαίζω θεούς, τραγουδώ, άδω προς τιμήν των θεών, ὕμνον πρ. τὸν Ἔρωτα, ψάλλω ύμνο προς τιμή του Έρωτα, στον ίδ.
2. αστειεύομαι, πειράζω, ειρωνεύομαι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαίζω: μέλλ. -παίξομαι· ἀόρ. προσέπαισα, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Β, Ἀλκίφρων· παρὰ μεταγεν. προσέπαιξα, Πλουτ. Καῖσ. 63. Παίζω μέ τινα, τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 4, Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· - μεταφορ., προσπαίζουσα τοῖς ὤμοις κόμη Πολυδ. Β΄, 25. 2) ἀπολ., παίζω, ἀστεΐζομαι, πρ. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 283Β. 3) περιπαίζω, περιγελῶ, τινὶ Πλούτ. 2. 197D, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, εἰ προσπαίζονται ἡμῖν καὶ προκαλοῦνται Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 118· - πρβλ. προσγελάω, καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 463. ΙΙ. μετ’ αἰτ., πρ. θεούς, ᾄδω εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Πλάτ. Ἐπιν. 980Β· καὶ μετὰ διπλ. αἰτ., ὕμνον προσεπαίσαμεν... τὸν... Ἔρωτα, ἐψάλαμεν ὕμνον εἰς τιμὴν τοῦ Ἔρωτος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C. 2) εἰρωνεύομαι, πειράζω, τοὺς ῥήτορας Πλατ. Μενέξ. 235C, πρβλ. Εὐθύδ. 285Α· πρ. τὸν κύνα, πειράζω, βασανίζω, Λουκ. π. Οἴκ. 24, τὴν ἄρκτον, Αἰλ. π. Ζ. 4. 45.

Middle Liddell

fut. -παίξομαι aor1 -έπαισα aor1 -έπαιξα
I. to play or sport with, τινί Xen., Plat.
2. absol. to sport, jest, Plat.
II. c. acc., πρ. θεούς to sing to the gods, ὕμνον πρ. τὸν Ἔρωτα sang a hymn in praise of Eros, Plat.
2. to banter, Plat.