ἀτιμώρητος

From LSJ
Revision as of 18:27, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμώρητος Medium diacritics: ἀτιμώρητος Low diacritics: ατιμώρητος Capitals: ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atimṓrētos Transliteration B: atimōrētos Transliteration C: atimoritos Beta Code: a)timw/rhtos

English (LSJ)

ον, A unavenged, i.e., I unpunished, ἀ. γίγνεσθαι to escape punishment, Hdt.2.100, Th.6.6, etc.; ἀ. ἁμαρτημάτων unpunished for... Pl.Lg. 959c. Adv. ἀτῑμώρ-τως with impunity, ib.762d. II for whom no revenge has been taken, Antipho 3.3.7; ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin. 1.145. III undefended, unprotected, Th.3.57.

Spanish (DGE)

-ον
I 1impune, no castigado ὅκως ἀ. γένηται Hdt.2.100, cf. Th.6.6, Pl.Lg.730a, Isoc.11.39, D.19.86, Aeschin.3.121, Aen.Tact.16.9, LXX Pr.11.21, Ph.2.129, Polyaen.8.23.21, Luc.VH 2.44, D.C.45.33.2, Hld.1.14.1
c. gen. κακῶν ἁμαρτημάτων por sus malas acciones Pl.Lg.959c.
2 no vengado de la pers. en un homicidio involuntario, Antipho 3.3.7, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin.1.145, ref. a Patroclo ἵνα ὁ φίλος μὴ ἀ. γένοιτο Them.Or.22.266b.
II indefenso ἐρῆμοι καὶ ἀτιμώρητοι Th.3.57.
III adv. -ως impunemente κολάζειν Pl.Lg.762d.

German (Pape)

[Seite 387] ungerächt, 1) an dem man keine Rache genommen hat, ungestraft, γίγνεσθαι, der Strafe entgehen, Her. 2, 100; Thuc. 6, 6; κακῶν ἁμαρτημάτων, für, Plat. Legg. XII, 959 e; ἀφιέναι τινὰ ἀτ. Dinarch. 1, 29. – 2) dem man keine Genugthuung verschafft hat, ohne Hülfe, Thuc. 3, 57; θάνατον ἀτιμώρητον ἐᾶσαι Aesoh. 1, 145.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. (τιμωρέω);
1 non vengé;
2 non secouru, non défendu;
II. (τιμωρέομαι) impuni.
Étymologie: , τιμωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῑμώρητος:
1 неотмщенный (θάνατος Aeschin.);
2 ненаказанный Her., Thuc., Luc.: ἀ. τινος Plat. не понесший кары за что-л.;
3 незащищенный, беззащитный (ἐρῆμος καὶ ἀ. Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμώρητος: -ον, Ι. ὁ μὴ τιμωρούμενος, ὅκως ἀτιμώρητος γίγνηται, ὅπως διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν, Ἡρόδ. 2. 100, Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἀτ. ἀμαρτημάτων, μὴ τιμωρηθεὶς διὰ..., Πλάτ. Νόμ. 959C: - Ἐπίρρ. -τως = ἀτιμωρητεί, ἄνευ τιμωρίας, αὐτόθι 762D. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἀντεκδικήσεως, ὁ διαφθαρείς ἀδικοῖτ᾽ ἄν ἀτιμώρητος γενόμενος Ἀντιφῶν 123. 18· ἐάσας ἀτιμώρητον τὸν τοῦ Πατρόκλου θάνατον Αἰσχίν. 20. 22. ΙΙΙ. ἀβοήθητος, ἀνυπεράσπιστος, Θουκ. 3. 57. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτιμώρητος, -ον)
1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα
2. ο χωρίς εκδίκηση
νεοελλ.
αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος
μσν.
ανώδυνος
αρχ.
αβοήθητος, ανυπεράσπιστος.

Greek Monotonic

ἀτῑμώρητος: -ον, ατιμώρητος, δηλ.
I. μη τιμωρημένος, ἀτιμώρητος γίγνεσθαι, να διαφύγει την τιμωρία, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίρρ. -τως, με ατιμωρησία, σε Πλάτ.
II. αυτός για τον οποίο καμία εκδίκηση δεν έχει λάβει χώρα, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον, σε Αισχίν.
III. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος, σε Θουκ.

Middle Liddell


unavenged, i. e.,
I. unpunished, ἀτ. γίγνεσθαι to escape punishment, Hdt., Thuc.:— adv. -τως, with impunity, Plat.
II. for which no revenge has been taken, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin.
III. undefended, unprotected, Thuc.

English (Woodhouse)

with impunity, with none to take one's part

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)