φόβη
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ, A lock or curl of hair, Sapph.78 (pl.), A.Ch.188; βοστρύχων ἄκρας φόβας S.El.449, cf. OC1465 (lyr.); δρακόντων φόβαι, i.e. the Gorgon's snaky locks, Pi.P.10.47. 2 mane of a horse, S.Fr. 659.7, 10, E.Alc.429, Ba.1188 (lyr.). II metaph., leafage, foliage, S.Ant.419, E.Alc.172, Ba.684, etc.; ἴων φόβαι tufts of violets, Pi.Fr.75.18; ἀνθρύσκου Cratin.98.6 (lyr.); εὐπέταλοι φόβαι AP6.158 (Sabin.); of the plumy heads of reed, Thphr.HP8.3.4, cf. 4.4.10.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, 1) das lange, flatternde Haar; ποικίλον κάρα φόβαισιν Pind. P. 10, 47; Trag., wie Aesch. Ch. 186 Soph. O. C. 1464 El. 441; u. sp. 11., ῥομβητή Alc. Mess. 8 (VI, 218); bes. die Mähne des Löwen, des Pferdes, Eur. Alc. 431. – 2) das Laub, gleichsam das Haar der Bäume; Soph. Ant. 419; Eur. Alc. 169 Bacch. 683. 1136 u. öfter. – 3) der Blumenbüschel an Rohr, an der Hirse u. vgl.; – εὐπέταλοι φόβαι = ἄμπελος, Sabin. epigr. (VI, 158).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 boucle de cheveux;
2 crinière de cheval;
3 p. anal. touffe de feuillage, feuillage.
Étymologie: DELG ?
Russian (Dvoretsky)
φόβη: ἡ
1 прядь, локон Aesch., Soph.: δρακόντων φόβαι Pind. змеевидные волосы (Горгоны);
2 грива (πώλου, θηρός Eur.);
3 листва (ὕλης Soph.): μυρσίνη φ. Eur. миртовые листья;
4 пучок (ἴων φοβαί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φόβη: ἡ, θρίξ, πῶς γὰρ ἐλπίσω ἀστῶν τιν’ ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης; Αἰσχύλ. Χο. 188· βοστρύχων ἄκρας φόβας Σοφ. Ἠλ. 449, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1465· δρακόντων φόβαι, δηλ. οἱ ὀφιώδεις πλόκαμοι τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75. 2) ἡ χαίτη τῶν ἵππων, Σοφ. Ἀποσπ. 587. 7 καὶ 10, Εὐρ. Ἄλκ. 429, Βάκχ. 1186. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ κόμη, Λατ. comi, οἱ πλήρεις φύλλων κλῶνες τῶν δένδρων, τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀντ. 419, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Βάκχ. 684, κλπ.· ἴων φόβαι, σωρὸς ἴων, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 18 εὐπέταλοι φόβαι Ἀνθ. Παλατ. 6. 158· ἐπὶ τῶν πτιλοειδῶν κορυφῶν τῶν καλάμων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 4, πρβλ. 4. 4, 10. (Περὶ τῆς πιθανῆς σχέσεως τῆς λέξεως ταύτης μετὰ τοῦ σόβη, ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 574).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. τύπος σύνθετης ταξιανθίας, που ανήκει στην ομάδα τών βοτρυωδών ή μονοποδικών ταξιανθιών, αλλ. σύνθετος βότρυς
αρχ.
1. τρίχα ή βόστρυχος τών μαλλιών της κεφαλής («βοστρύχων ἄκρας φόβας», Σοφ.)
2. (για Γοργόνα) οφιώδης πλόκαμος
3. η χαίτη τών αλόγων
4. (με περιλπτ. σημ.) κόμη
5. μτφ. α) το φύλλωμα τών δέντρων
β) το άνθος διαφόρων καλαμοειδών φυτών το οποίο μοιάζει με πούπουλο
6. φρ. α) «ἴων φόβαι» — σωρός από βιολέτες (Πίνδ.)
β) «εὐπέταλοι φόβαι» — οι βλαστοί της αμπέλου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. φέβομαι «φεύγω, τρέπομαι σε φυγή». Προβλήματα, ωστόσο, γεννά η σημασιολογική διαφορά που παρουσιάζουν οι τ., η οποία δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά ούτε με την υπόθεση μιας σημ. «τα μαλλιά που κυματίζουν, που φεύγουν μπροστά στον αέρα» ούτε με τη σύγκριση προς το ζεύγος σόβη «ουρά του αλόγου»: σοβῶ «διώχνω, τρέπω κάποιον σε φυγή»].
Greek Monotonic
φόβη: ἡ,
I. 1. βόστρυχος ή μπούκλα μαλλιών, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. χαίτη αλόγου, σε Ευρ.
II. μεταφ., όπως κόμη, κλαδιά δέντρων που είναι γεμάτα από φύλλα, φύλλωμα, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
φόβη, ἡ,
I. a lock or curl of hair, Aesch., Soph.
2. the mane of a horse, Eur.
II. metaph., like κόμη, the tresses of trees, foliage, Soph., Eur.
Frisk Etymology German
φόβη: {phóbē}
Grammar: f.
Meaning: wallendes, langes Haar, Mähne, übertr. Laubwerk, Blumenbüschel (Sapph., Pi., Trag.; auch Thphr.).
Etymology: Verbalnomen von φέβομαι (s.d.) mit Beziehung auf das vor dem Winde fliehende, wallende Haar; vgl. zu ἔθειρα, auch σόβη (s. σοβέω).
Page 2,1030-1031