ἀνασκάπτω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
A dig up, πλοῦτον Str.9.3.8; τύπον Plu. Thes.36; ὅλην πόλιν Pomp.62:—Pass., Arist.Mir.835b22, Plu.2.924c. 2 extirpate, of plants, Thphr.HP3.18.5 (prob. l.); raze to the ground, of buildings, Plb.16.1.6, IG12(2).526a4 (Eresus). 3 metaph. of ulcers with 'undermined edges', βεβρωμένα καὶ ἀνεσκαμμένα Archig. ap.Aët. 16.106(96).
Spanish (DGE)
I 1arrancar de cuajo plantas, Thphr.HP 3.18.5(cj.), miembros de los mártires, Chrys.M.61.35
•fig. arrasar τοὺς ναοὺς ἐκ θεμελίων Plb.16.1.6, cf. IG 12(2).526a.4 (Ereso).
2 desenterrar, exhumar πλοῦτον Str.9.3.8
•en v. pas., Arist.Mir.835b22, Plu.2.924c
•cavar ὅλην ... τὴν πόλιν Plu.Pomp.62, abs. Plu.Thes.36, D.C.63.16.2.
II part. perf. pas. mal cerrado de llagas βεβρωμένα ... καὶ ἀνεσκαμμένα Archig. en Aët.16.106.
German (Pape)
[Seite 207] ausgraben, τόπον, πόλιν, Gräben an einem Orte aufwerfen, Plut. Thes. 36 Pomp. 62; ἀνασκαφέν Dion. Hal. 2, 40; von Grund aus zerstören, Pol. 16, 1.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνασκάψω, ao. ἀνέσκαψα ; part. ao.2 Pass. ἀνασκαφείς;
1 fouiller le sol;
2 ouvrir des tranchées dans, acc..
Étymologie: ἀνά, σκάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκάπτω:
1 раскапывать, разрывать (τόπον Plut.);
2 прорывать рвами (πόλιν Plut.);
3 срывать, разрушать до основания (τοὺς ναοὺς ἐκ θεμελίων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκάπτω: ἀνορύττω, σκάπτω, Ἀριστ. π. Θαυμ. 73, ἐν τῷ παθ. 2) ἐκριζῶ, «ξεριζώνω», ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5: ἀνατρέπω ἐκ θεμελίων, κατεδαφίζω, ἐπὶ οἰκοδομῶν, Πολύβ. 16. 1, 6. 3) σκάπτω τὴν γῆν, Πλουτ. Θησ. 36, πρβλ. Πομπ. 62.
Greek Monolingual
(AM ἀνασκάπτω)
1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος
2. ξεριζώνω, ξεχώνω
3. (στη γλώσσα της Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα
4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά.
Greek Monotonic
ἀνασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω, οργώνω το έδαφος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to dig up, to dig up ground, Plut.