δαιτυμών
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
όνος, ὁ, (δαίς) one that is entertained, guest, (but in Od.4.621 of those who bring each his portion) Hom. only in plural, Od.7.102, 148, al, cf. Hdt. 1.73, etc.: in sg., Pl.R.345c, Arist.Pol.1282a22.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [plu. dat. δαιτυμόνεσσι Alcm.98]
1 convidado, comensal en un banquete, gener. plu. ἄνδρες Od.15.467, 22.12, οἱ ἑστιωμένοι Plu.2.644a
• fig. ref. a peces, en uso pred. preparado para un festín ἀμφαγέρονται δαιτυμόνες κατὰ χῶρον Opp.H.3.232, cf. 1.489, 5.346.
2 subst. ὁ δ. comensal, convidado κοῦροι ... φαίνοντες νύκτας ... δαιτυμόνεσσι Od.7.102, θῆκε θρόνον ... μέσσῳ δαιτυμόνων Od.8.66, cf. 473, μέγαρόν τε πλεῖον δαιτυμόνων Od.17.605, παρὰ δαιτυμόνεσσι πρέπει παιᾶνα κατάρχην Alcm.l.c., Ἄλκμαον, πόσε δαιτυμόνας τε λιπὼν καὶ ἄριστον ἀοιδὸν ... ἀνέστας; Stesich.148.1.3S., οἱ παρεόντες δαιτυμόνες τῶν κρεῶν τούτων ἐπάσαντο Hdt.1.73, cf. 119, 2.172, ποῦ τῶν χθὲς μὲν δαιτυμόνων Pl.Ti.17a, μέλλοντος πίπτειν ἐκτὸς ἔθεσθέ κοτε δαιτυμόνων ἄπο μοῦνον Call.Fr.64.13, ἵν' ἑκάστου δέκα δαιτυμόνας θῶμεν I.BI 6.425, cf. Plu.2.661a, 710b, IG 5(2).461.6 (Megalópolis II a.C.), ἐκαλοῦντο δαιτυμόνες οἱ παράσιτοι τότε Luc.Par.10, cf. Q.S.2.163, δαιτυμόνων φάλαγγες Nonn.D.20.25, ἥμισυ δαιτυμόνων AP 14.137 (Metrod.), cf. 14.26
• de los participantes de un banquete, al que aportan alimentos δαιτυμόνες δ' ἐς δώματ' ἴσαν ... οἱ δ' ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' ... οἶνον Od.4.621
• fig. ὡς λογικοὶ δαιτυμόνες = como invitados espirituales Hsch.H.Hom.18.4.11
• sg. Strato Com.1.11, ὥσπερ δαιτυμόνα τινὰ καὶ μέλλοντα ἑστιάσεσθαι Pl.R.345c, (γνῶναι) θοίνην ὁ δ. ἀλλ' οὐχ ὁ μάγειρος Arist.Pol.1282a22, del rey ideal νομέα καὶ ποιμένα ... τῶν λαῶν γιγνόμενον, οὐχ ἑστιάτορα καὶ δαιτυμόνα D.Chr.1.13, ὁ Νοῦς οἰνοχόος ... ἁμαρτῶν σφήλῃ τὸν δαιτυμόνα καὶ καταβάλῃ D.Chr.30.38, μηδὲ τὸν δαιτυμόνα αἰδεσθείς D.C.54.23.2.
2 ref. anim. devorador ἀμφαγέρονται δαιτυμόνες κατὰ χῶρον Opp.H.3.232, cf. 1.489, 5.346.
German (Pape)
[Seite 516] όνος, ὁ, der Schmausende, der Tischgenosse, der Gast; ἀνδρῶν δαιτυμόνων Hom. Odyss. 15, 467, ἀνδράσι δαιτυμόνεσσιν 22, 12; ohne ἀνήρ Odyss. 7, 102. 148. 8, 66. 473. 9, 7. 17, 605. In der unächten Stelle Odyss. 4, 621 nahmen Einige δαιτυμόνες = Köche, s. Scholl. und vgl. Wolf. Prolegg. p. 131 Spohn De extrema parte Odyss. p. 9 Nitzsch Anm. zu der Stelle. – Her. 1, 73. 119, öfter; Eur. Cycl. 605; comici; Plat. Rep. I, 345 c u. Sp., wie Luc. Parasit. 10; Sp. Dichter auch von Thieren, s. Lehrs Aristarch. p. 165.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
hôte invité à un repas.
Étymologie: δαιτύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιτυμών -όνος, ὁ [δαιτύς] gast, disgenoot.
Russian (Dvoretsky)
δαιτῠμών: όνος ὁ участник трапезы, сотрапезник, гость Hom., Her., Plat., Arst., Plut.: ὁ ξένων δ. Eur. пожиратель (своих) гостей, т. е. Полифем.
Greek Monolingual
δαιτυμών (-όνος), ο (AM)
όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος
μσν.
(για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῦ τροφῆς»)
αρχ.
1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό
2. ο τρεφόμενος με κάτι, αυτός που τρώγει κάτι (για τον Κύκλωπα), «τοῦ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιτύς + (επίθημα) -μων].
Greek Monotonic
δαιτῠμών: -όνος, ὁ (δαίς), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος επισκέπτης, συνδαιτημόνας, ομοτράπεζος, στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ ξένων δαιτυμών, αυτός που τρέφεται από τη σάρκα των ξένων, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτῠμών: -όνος, ὁ, (δαὶς) ὁ ἑστιώμενος, ὁ εἰς τράπεζαν προσκεκλημένος καὶ ξενιζόμενος, Ὅμ. μόνον κατὰ πληθ., Ὀδ. Η. 102, 148, κτλ.· οὕτως Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.· - ἐν Ὀδ. Δ. 620 οἱ δαιτυμόνες εἰσὶν ἐρανισταί, ἤτοι σύνδειπνοι φέροντες ἕκαστος τὸ ἑαυτοῦ μερίδιον, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· ὁ Wolf, Προλεγ. σ. CXXXI, θεωρεῖ τοὺς στίχους 621-624 ὡς παρεμβλήτους· - καθ’ ἑνικ., Πλάτ. Πολιτ. 345C, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 14· τοῦ ξένων δαιτυμόνος, τοῦ τρεφομένου ἐκ τῶν (σαρκῶν τῶν) ξένων, Εὐρ. Κύκλ. 610.
Middle Liddell
δαίς
one that is entertained, an invited guest, in plural, Hom., Hdt.:—in sg., Plat.; ὁ ξένων δαιτυμών who makes his meal on strangers, Eur.
Mantoulidis Etymological
(=σύνδειπνος). Ἀπό τό δαίς -δαιτός (=μερίδα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δαίω (=μοιράζω).