ταπεινότης
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ητος, ἡ, A lowness of position, etc., ταπεινότητος εἵνεκα Hdt.4.22; τ. τῆς χώρας D.S.1.31; τῆς μήτρας Placit.5.14.2. 2 of condition, low estate, abasement, Th.7.75; εἰς τοσαύτην τ. καταστῆσαι Isoc.4.118, cf. D.10.74, Men.531.12, LXX Si.13.20, Phld.D.1.11. 3 lowness of spirits, dejection, σιωπήν τε καὶ τ. X.HG3.5.21. 4 in moral sense, baseness, vileness, Pl.Plt.309a; joined with μικροψυχία, Arist.Rh.1384a4. 5 of style, meanness, Quint. Inst.8.3.48.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 manque d'élévation, particul. petite taille;
2 p. anal. basse condition, humilité;
3 en mauv. part bassesse de caractère, de sentiments.
Étymologie: ταπεινός.
Russian (Dvoretsky)
τᾰπεινότης: ητος ἡ
1 низкий рост, малорослость (sc. τοῦ ἵππου Her.);
2 низменность (τῆς χώρας Diod.);
3 упадок, падение, унижение (ἐς ταπεινότητα ἀφικνεῖσθαι Thuc.);
4 подавленность, уныние (πολλὴ σιωπὴ καὶ τ. Xen.);
5 низость (τ. καὶ μικροψυχία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπεινότης: -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος εἵνεκα Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ κατάστασις, εὐτέλεια, Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) κατάπτωσις τῆς διαθέσεως, ἀθυμία, σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, ἀθλιότης, Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον μετὰ τοῦ μικροψυχία, Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· μετὰ τοῦ ἀδοξία, Δημ. 151. 9.
Spanish
Greek Monotonic
τᾰπεινότης: -ητος, ἡ,
1. χαμηλότητα αναστήματος, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για κατάσταση, ταπεινή κατάσταση, εξευτελισμός, σε Θουκ., Ισοκρ.
3. κατάπτωση διάθεσης, αθυμία, σε Ξεν.
4. με ηθική σημασία, χαμέρπεια, αχρειότητα, ευτέλεια, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τᾰπεινότης, ητος, ἡ, [from τᾰπεινός]
1. lowness of stature, Hdt.
2. of condition, low estate, abasement, Thuc., Isocr.
3. lowness of spirits, dejection, Xen.
4. in moral sense, baseness, vileness, Plat.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ητος, ἡ, Niedrigkeit, Kleinheit, Her. 4.22; bes. übertragen, Niedergeschlagenheit, Kleinmut; Demut, Bescheidenheit, Gegensatz λαμπρότης καὶ αὔχημα, Thuc. 7.75; εἰς τοσαύτην ταπεινότητα καθιστάναι, Isocr. 4.118; ἐν ἀμαθίᾳ καὶ ταπεινότητι πολλῇ κυλινδούμενος, Plat. Polit. 309a; Xen. Hell. 3.5.21.
Translations
Arabic: تَوَاضُع; Azerbaijani: təvazö; Belarusian: пако́рлівасць, пако́рнасць, скро́мнасць; Bulgarian: смире́ност, поко́рност, смире́ние, скро́мност; Catalan: humilitat; Chinese Mandarin: 謙卑, 谦卑, 謙遜, 谦逊; Czech: pokora, skromnost; Danish: ydmyghed; Dutch: nederigheid; Esperanto: humileco; Finnish: nöyryys; French: humilité; Galician: humildade; Georgian: თავმდაბლობა, მოკრძალებულობა; German: Bescheidenheit, Demut; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌽𐌹𐌸𐌰, 𐌷𐌰𐌿𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: ταπεινότητα; Ancient Greek: ταπεινότης, ταπεινοφροσύνη; Hebrew: צְנִיעוּת, ענווה; Hindi: विनम्रता; Hungarian: alázat; Icelandic: hógværð, auðmýkt; Irish: uirísle; Italian: umiltà; Japanese: 謙遜; Korean: 겸손; Macedonian: скромност; Maori: māhaki, māhakitanga; Navajo: tʼahʼágo ájítʼé; Nepali: विनम्रता, नम्रता; Ngazidja Comorian: unyenyekevu 11; Norwegian Bokmål: ydmykhet; Occitan: umilitat; Old English: ēaþmōdnes; Old Occitan: umilitat; Ottoman Turkish: تواضع; Persian: تواضع; Polish: pokora; Portuguese: humildade; Romanian: umilință, umilitate; Russian: скромность, смирение, покорность, смиренность; Serbo-Croatian Roman: poniznost, skromnost, smernost, skrušenost; Slovak: pokora, skromnosť; Slovene: ponižnost; Spanish: humildad; Swedish: ödmjukhet; Telugu: ఒద్దిక; Thai: ความถ่อมตัว, ความนอบน้อม; Turkish: tevazu; Ukrainian: покі́рність, покі́рливість, смире́нність, скро́мність; Volapük: mük; Yiddish: שפֿלות