συμβουλή

From LSJ
Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλή Medium diacritics: συμβουλή Low diacritics: συμβουλή Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Transliteration A: symboulḗ Transliteration B: symboulē Transliteration C: symvouli Beta Code: sumboulh/

English (LSJ)

ἡ,= συμβουλία, Hdt.1.157,3.1, Pl.Phdr.260d, Call. in Διηγήσεις vii 19, etc.: prov., ἱερὸν συμβουλή A counsel is a sacred thing, Ar.Fr.33 (v. ἱερός IV. ΙΙ): pl., συμβουλὰς συμβουλεύειν Pl.Grg.520d, cf. Din.1.47. II deliberation, debate, εἰς σ. τοὺς φίλους παρακαλεῖν Pl.Prt.313a; σ. πολιτικῆς ἀρετῆς a debate on it, ib.322e; ὅταν περί τινος σ. ᾖ Id.Grg.455c; ἕνεκά τινος Id.Lg. 942a.

German (Pape)

[Seite 980] ἡ, = συμβουλία, Rath, Berathung, ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνῷσαι, Her. 1, 157; ὅταν στρατηγῶν αἱρέσεως πέρι συμβουλὴ ᾖ, Plat. Gorg. 455 c; εἰς συμβουλὴν τοὺς φίλους παρακαλεῖν, Prot. 313 a; συμβουλὰς συμβουλεύειν, Gorg. 520 d; ἱερὰ συμβουλὴ λεγομένη, Ep. V, 321 c, wie Xen. An. 5, 6, 4, vgl. Luc. rhet. praec. 1; Hesych. sagt ἐπὶ τοῦ ὅτι δεῖ καθαρῶς συμβουλεύειν.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβουλή -ῆς, ἡ, ook ξυμβουλή [σύν, βουλή] raad(geving), advies:. συμβουλὰς συμβουλεύειν adviezen geven Plat. Grg. 520d. beraad, overleg; met gen., met περί + gen., met ἕνεκα + gen. over iets.

Russian (Dvoretsky)

συμβουλή:
1 совет, наставление Her., Xen., Plat.;
2 совещание, совместное обсуждение (τινος, περί и ἕνεκά τινος, εἰς συμβουλὴν παρακαλεῖν τινα Plat.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν
παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή του γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ.
γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.)
αρχ.
σύσκεψη, συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βουλή «σκέψη» (πρβλ. προ-βουλή)].

Greek Monotonic

συμβουλή: ἡ,
I. = συμβουλία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. συμβουλή, σύσκεψη, συμβούλιο, συνδιάσκεψη, παραίνεση, συζήτηση, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλή: ἡ, = συμβουλία, Ἡρόδ. 1. 157, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4, Πλάτ., κλπ.· ― παροιμ., ἱερὸν συμβουλή, ἡ συμβουλὴ εἶναι ἱερὸν πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 104, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 321C· ― πληθ., συμβουλὰς συμβουλεύειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 520D, κ. ἀλλ. Ι. σύσκεψις, συζήτησις, εἰς ξ. παρακαλεῖν τινα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α· ξ. πολιτικῆς ἀρετῆς, συζήτησις περὶ πολ. ἀρετῆς, αὐτόθι 322Ε· ὅταν περί τινος ξ. ᾖ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455C· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942Α· εἰς ξ. καλεῖν τινας ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α.

Middle Liddell

συμβουλή, ἡ, = συμβουλία, Hdt., Xen., etc.]
II. counsel, consultation, deliberation, debate, Plat.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σύν + βουλή τοῦ βούλομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.