καθυποκρίνομαι
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
[ῑ], A subdue by histrionic arts, D.19.337; κ. καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων destroying by bad acting, D.H.Dem.53. II c. inf., κ. εἶναι… pretend to be some one else, Luc.DMar.13.2; κ. μειδιᾶν Ph. 2.280: c. acc., counterfeit, φιλίαν ib.520; τὴν σεμνότητα Him.Ecl.3.2.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. κρίνω), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.
French (Bailly abrégé)
1 tromper par un art de comédien;
2 feindre.
Étymologie: κατά, ὑποκρίνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθυποκρίνομαι [κατά, ὑποκρίνω] overdonderen (met toneelspel), met acc. doen alsof, met inf.: κ. Ἐνιπέα ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι zich voordoen als Enipeus in plaats van Poseidon Luc. 78.13.2.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠποκρίνομαι: (ρῑ)
1 вводить в заблуждение (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);
2 принимать вид, прикидываться: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея.
Greek Monolingual
καθυποκρίνομαι (Α)
1. υποτάσσω κάτι στη θέλησή μου με την υποκριτική τέχνη, εξαπατώ
2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την υπόκριση
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («καθυποκρίνομαι φιλίαν», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-κρίνομαι].
Greek Monotonic
καθυποκρίνομαι: [ῑ], μέλ. -κρῐνοῦμαι, αποθ.,
I. υποτάσσω, «αιχμαλωτίζω» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «υποδουλώνω μέσα από την υποκριτική τέχνη» σε Δημ.
II. με απαρ., προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι είμαι κάποιος άλλος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καθυποκρίνομαι: ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) ὑποτάσσω τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· καταστρέφω τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. καταυλέω, κατορχέομαι. ΙΙ. καθυποκρίνομαι εἶναι, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἄλλος τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· ὡσαύτως, καθυποκρίνομαι φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.
Middle Liddell
fut. -κρῐνοῦμαι
Dep.:
I. to subdue by histrionic arts, Dem.
II. c. inf. to pretend to be some one else, Luc.