ὑποταγή
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
English (LSJ)
ἡ, A subordination, subjection, D.H.3.66, 2 Ep.Cor.9.13, Ep.Gal.2.5; ἐν ὑποταγῇ in a subordinate position, BGU96.7 (iii A. D.): pl., Cat.Cod.Astr.8(4).143. 2 post-position, ἐν ὑποταγῇ A.D.Pron.35.23, cf. Synt.306.8. 3 copy, ψηφισμάτων . . καὶ ἐπιστολῆς IGRom.3.705 (Lycia, ii A. D., pl.).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 subordination;
2 soumission;
3 t. de gramm. subjonctif.
Étymologie: ὑποτάσσω.
German (Pape)
ἡ, Unterordnung, Unterwerfung;NT; Dion.Hal. 3.76.
Bei den Gramm. der subjunctivus.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτᾰγή: ἡ
1 подчинение, повиновение NT;
2 грам. сослагательное наклонение.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑποτάσσεσθαι, ὑπακοή, ἑκούσιος συγκατάθεσις, Διονύσ. Ἁλ. 3. 66, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 13, πρὸς Γαλάτ. β΄, 5. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑποτακτικὴν ἔγκλισιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 301, κλπ.
Spanish
English (Strong)
from ὑποτάσσω; subordination: subjection.
Greek Monolingual
η / ὑποταγή, ΝΜΑ ὑποτάσσω
1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.)
2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον», ΚΔ
β. «μετὰ πάσης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς», πάπ.
γ. «τὴν ἡσυχίαν ἐπισκήπτω καὶ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν», Μιχ. Αττ.)
μσν.
σημείωμα, υποσημείωση («μηδὲν ἕτερον διδούς, εἰ μὴ τὰ τῇ ὑποταγῇ τῆς διατάξεως περιεχόμενα», Αθ. Σχολ.)
νεοελλ.
φρ. «συμπεριφορά υποταγής»
βιολ. μορφή της ζωικής συμπεριφοράς κατά την οποία ένα άτομο επιχειρεί με εκδηλώσεις καθησυχασμού να αποφύγει τον τραυματισμό από ένα κυρίαρχο μέλος του δικού του είδους
μσν.-αρχ.
γραμμ. η υποτακτική έγκλιση («τὰ καλούμενα ὑποτακτικὰ ῥήματα οὔποτε χωρὶς ὑποταγῆς ἐστι», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση λέξης μετά από μια άλλη
2. αντίγραφο («ψηφισμάτων καὶ ἐπιστολῆς ὑποταγαί», επιγρ.).
Greek Monotonic
ὑποτᾰγή: ἡ, υπαγωγή, υποτέλεια, υπόταξη, υποδούλωση, καθυπόταξη, υποταγή, υπακοή, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὑποτᾰγή, ἡ,
subordination, subjection, submission, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpotag» 虛坡-他給
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在下-規定的
字義溯源:順服,服從;源自(ὑποτάσσω)=服從,由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(4);林後(1);加(1);提前(2)
譯字彙編:
1) 順服(4) 林後9:13; 加2:5; 提前2:11; 提前3:4
Léxico de magia
ἡ 1 sumisión δὸς δέ μοι πάσης ψυχῆς ὑποταγήν, ἧς ἂν ἐπικαλέσωμαι concédeme la sumisión de toda alma por la que te invoque P IV 1822 2 orden de un dios καταστίλατε τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ δ(εῖνα) πρὸς ἐμὲ τὸν δ(εῖνα) κατ' ὑποταγὴ<ν> τοῦ μεγάλου θεοῦ Νεουφνειώθ aplacad la cólera y el furor de fulano contra mí, mengano, por orden del gran dios Neufneot P LXXX 4 P LXXIX 5