ἐκτοπίζω

From LSJ
Revision as of 12:15, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "tr" to "tr")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτοπίζω Medium diacritics: ἐκτοπίζω Low diacritics: εκτοπίζω Capitals: ΕΚΤΟΠΙΖΩ
Transliteration A: ektopízō Transliteration B: ektopizō Transliteration C: ektopizo Beta Code: e)ktopi/zw

English (LSJ)

A remove from a place, PTeb.38.18 (ii B.C., Pass.), etc.; . ἑαυτούς take themselves off, Arist.Mir.842b12, Plb.1.74.7, LXX 2 Ma. 8.13; ἐκτετοπισμένα remote regions, Str.3.4.19; Ὅμηρος ἐκτοπίζει τὸν Ἰάσονος πλοῦν Sch.Pi.P.4.370, cf. Max.Tyr.14.2; ἄνθρωποι -τετοπισμένοι τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης outside the bounds of our world, Procl.in Cra.p.74P. 2 metaph., ἐ. εἰς μῦθον pervert into a fable, Str.4.1.7. II intr., take oneself from a place, go abroad, like ἀποδημέω, οἱ ἐκτοπίζοντες τύραννοι ἀπὸ τῆς οἰκείας Arist.Pol.1314b9, etc.; of birds of passage and fish, to migrate, Id.HA600a14. 2 metaph., of a speaker, travel far, Id.Rh.1414b28. III avoid, shun, τὸν πολιτισμόν D.L.4.39.

Spanish (DGE)

I tr.
1 apartar, desplazar, cambiar de sitio ἑαυτούς ... ἐκτοπίζουσιν Arist.Mir.842b12, cf. Plb.1.74.7, LXX 2Ma.8.13, la puerta de un sepulcro SEG 27.896 (Frigia, imper.), en v. pas. τὸ δ' ἐπίτιμον ἐκτετοπισμένον el alijo cambiado de sitio, PTeb.38.18 (II a.C.)
trasladar, trasponer τὸ ... δυσαπολόγητον Αἰσχύλος καταμαθὼν ... εἰς μῦθον ἐξετόπισε Esquilo, consciente de esta dificultad, la trasladó a un mito Str.4.1.7.
2 mantener lejos, mantenerse a distancia de διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημίᾳ τὸν πολιτισμὸν ἐκτοπίζων D.L.4.39
situar, ubicar lejos en el espacio μοι δοκεῖ ... Ὅμηρος ... ἐκτοπίσαι τὸ χωρίον ποιητικῶς μάλα τῆς καθ' ἡμᾶς θαλάττης Max.Tyr.8.2, cf. Sch.Pi.P.4.370
part. perf. pas. remoto, lejano ἐκτετοπισμένα regiones remotas Str.3.4.19, ἄνθρωποι ... ἐκτετοπισμένοι τῆς κάθ' ἡμᾶς οἰκουμένης hombres alejados de nuestro mundo Procl.in Cra.p.74.
II intr.
1 irse fuera, emigrar οἱ ... ἐκτοπίζοντες τύραννοι ἀπὸ τῆς οἰκείας Arist.Pol.1314b9
de las aves migrar, emigrar Arist.HA 600a14
alejarse, ausentarse temporalmente PTor.Choachiti 11bis.24 (II a.C.).
2 fig. hacer una digresión, irse por las ramas ἐὰν ἐκτοπίσῃ, ἁρμόττει de Isócrates, Arist.Rh.1414b29.

German (Pape)

[Seite 782] von einem Orte wegbringen, entfernen, ἑαυτούς Arist. Mirab. 126; Pol. 1, 74, 8; εἰς μῦθον ἐκτ., in eine wunderliche Fabel verkehren, Strabon. 4, 1, 7. – Häufiger sich entfernen, auswandern, Arist. pol. 5, 11; μακράν H. A. 4, 8, öfter; vom Redner: vom Thema sich entfernen, rhet. 3, 14, u. so oft bei Sp. – Die alten Alexandrin. Homeriker gebrauchten das Wort besonders von der Irrfahrt des Odysseus, um zu bezeichnen, daß Homer sich die Abenteuer derselben nicht als an bestimmten, bekannten Orten, etwa in den Gegenden Unteritaliens u. Siciliens bestanden vorstelle, sondern im freien Spiele der Phantasie diese ganze πλάνη nur ganz allgemein in die ihm noch durchaus unbekannten Gegenden westlich von Griechenland verlege. In diesem Sinne sagte man ἡ πλάνη γέγονε πόῤῥω που ἐν ἐκτετοπισμένοις τόποις ἀορίστοις, ἐκτετοπισμένη φαίνεται ἡ πλάνη τοῦ Ὀδυσσέως, ἐκτετοπισμένην που καὶ ἐσχάτην τὴν τῶν Φαιάκων χώραν u. dgl. S. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 244 – 249 Sengebusch Homer. diss. 1 p. 42.

French (Bailly abrégé)

t. de rhét. faire une digression.
Étymologie: ἔκτοπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτοπίζω:
1 (тж. ἐ. ἑαυτόν Arst., Polyb.) уходить, переходить, переселяться (ἀπὸ τῆς οἰκείας и εἰς τὸν Πόντον Arst.);
2 покидать, оставлять (τι Plut., Diog. L.);
3 (в речи), отступать от темы, отклоняться, Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοπίζω: μετατοπίζω, ἑαυτοὺς... ἐκτοπίζουσιν Ἀριστ. Θαυμ. 126, Πολυβ. 1. 74, 7· ἔθνη ἐκτετοπισμένα, ἀπομεμακρυσμένα, Στράβων 166. 2) μεταφ., ἐκτρέπειν εἰς μῦθον, μετατρέπειν εἰς μῦθον, ὁ αὐτ. 183. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναχωρῶ ἔκ τινος τόπου, ἀπομακρύνομαι, ὡς τὸ ἀποδημέω, οἱ ἐκτοπίζοντες τύραννοι ἀπὸ τῆς οἰκείας Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 20, κτλ., ἐπὶ ἀποδημητικῶν πτηνῶν καὶ ἰχθύων, ἀποδημῶ, μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4, κ. ἀλλ. 2) μεταφ. ἐπὶ ἀγορεύοντος, ἐξέρχομαι τοῦ θέματος, ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 14, 1. ΙΙΙ. ἀποφεύγω, τὸν πολιτισμὸν Διογ. Λ. 4. 39.

Greek Monolingual

(AM ἐκτοπίζω)
απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω
νεοελλ.
1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω
2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση του
3. βάζω στην άκρη, παραμερίζω («οι νέες ιδέες εκτόπισαν τις παλιές»)
4. (με εχθρ. έννοια) απωθώ τον εχθρό από τις θέσεις του
αρχ.
1. μεταστρέφω, μεταβάλλω
2. (αμτβ.) (κυρ. για πουλιά ή ψάρια) αποδημώ, μεταναστεύω
3. (για ρήτορα) μέσ. απομακρύνομαι από το θέμα μου, περιφέρομαι
4. αποφεύγω, ξεφεύγω.

Greek Monotonic

ἐκτοπίζω: μέλ. -σω, μετακινούμαι, μεταναστεύω από ένα μέρος, φεύγω μακριά στο εξωτερικό, όπως το ἀποδημέω, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για αγορητές, βγαίνω έξω από το θέμα, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω
to take oneself from a place, go abroad, like ἀποδημέω, Arist.:—metaph. of a speaker, to wander from the point, Arist.