ἀφειδία
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἡ, A generosity, liberality, Pl.Def. 412c, Plu.2.762d. 2 unsparing treatment, σώματος Ep.Col.2.23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 generosidad, largueza Pl.Def.412d, Plu.2.762e
•despilfarro, derroche op. συμμετρία Isid.Pel.Ep.M.78.345B.
2 rigor, severidad para con c. gen. σώματος Ep.Col.2.23.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, 1) Freigebigkeit, Plat. Def. 419 d. – 2) Schonungslosigkeit, Härte, τινός, gegen Einen, N. T.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prodigalité, profusion;
NT: sévérité impitoyable.
Étymologie: ἀφειδής.
Russian (Dvoretsky)
ἀφειδία: ἡ
1 щедрость Plat., Plut.;
2 беспощадность, пренебрежение: ἀ. σώματος NT изнурение (т. е. умерщвление) плоти.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφειδία: ἡ, ἀφθονία, Πλάτ. Ὅροι 412C, Πλούτ. 2. 762D. 2) σκληραγωγία, σώματος Ἐπιστ. π. Κολοσσ. βʹ, 23.
English (Strong)
from a compound of Α (as a negative particle) and φείδομαι; unsparingness, i.e. austerity (asceticism): neglecting.
Greek Monolingual
η (AM ἀφειδία) αφειδής
έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά
(αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος)
μσν.
η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας.
Greek Monotonic
ἀφειδία: ἡ,
1. αφθονία, σπατάλη, σε Πλάτ.
2. κακομεταχείριση, παραμέληση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[From ἀφειδής
1. profuseness, Plat.
2. harsh treatment, neglect, NTest.
Chinese
原文音譯:¢feid⋯a 阿-費笛阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-節省(著)
字義溯源:不愛惜,苛刻,苦待;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φείδομαι)*=愛惜)組成
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 苦待(1) 西2:23