ἀφειδία

From LSJ
Revision as of 20:10, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφειδία Medium diacritics: ἀφειδία Low diacritics: αφειδία Capitals: ΑΦΕΙΔΙΑ
Transliteration A: apheidía Transliteration B: apheidia Transliteration C: afeidia Beta Code: a)feidi/a

English (LSJ)

ἡ, A generosity, liberality, Pl.Def. 412c, Plu.2.762d. 2 unsparing treatment, σώματος Ep.Col.2.23.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 generosidad, largueza Pl.Def.412d, Plu.2.762e
despilfarro, derroche op. συμμετρία Isid.Pel.Ep.M.78.345B.
2 rigor, severidad para con c. gen. σώματος Ep.Col.2.23.

German (Pape)

[Seite 408] ἡ, 1) Freigebigkeit, Plat. Def. 419 d. – 2) Schonungslosigkeit, Härte, τινός, gegen Einen, N. T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prodigalité, profusion;
NT: sévérité impitoyable.
Étymologie: ἀφειδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφειδία:
1 щедрость Plat., Plut.;
2 беспощадность, пренебрежение: ἀ. σώματος NT изнурение (т. е. умерщвление) плоти.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφειδία: ἡ, ἀφθονία, Πλάτ. Ὅροι 412C, Πλούτ. 2. 762D. 2) σκληραγωγία, σώματος Ἐπιστ. π. Κολοσσ. βʹ, 23.

English (Strong)

from a compound of Α (as a negative particle) and φείδομαι; unsparingness, i.e. austerity (asceticism): neglecting.

Greek Monolingual

η (AM ἀφειδία) αφειδής
έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά
(αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος)
μσν.
η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας.

Greek Monotonic

ἀφειδία: ἡ,
1. αφθονία, σπατάλη, σε Πλάτ.
2. κακομεταχείριση, παραμέληση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[From ἀφειδής
1. profuseness, Plat.
2. harsh treatment, neglect, NTest.

Chinese

原文音譯:¢feid⋯a 阿-費笛阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-節省(著)
字義溯源:不愛惜,苛刻,苦待;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φείδομαι)*=愛惜)組成
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 苦待(1) 西2:23