Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διέρπω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέρπω Medium diacritics: διέρπω Low diacritics: διέρπω Capitals: ΔΙΕΡΠΩ
Transliteration A: diérpō Transliteration B: dierpō Transliteration C: dierpo Beta Code: die/rpw

English (LSJ)

creep or pass through, πῦρ διέρπειν, of the ordeal of fire, S.Ant. 265; διά τινος Plu.2.517a: metaph., τὸ διέρπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.p.254D.: abs., of disease, spread, Ph.2.349.

Spanish (DGE)

I tr. recorrer, pasar, andar por ἦμεν ἔτοιμοι ... πῦρ διέρπειν estábamos dispuestos a andar por el fuego S.Ant.265, δώδεκ' ἆθλα διέρπων de Heracles, Orph.H.12.12, σύριγξ αὐτὸ ... διέρπει μέσον un canalillo lo recorre por en medio (al colmillo del elefante), Philostr.VA 2.13
arrastrarse por καλάμης χύσιν ... διέρπει (una serpiente), Nic.Th.297.
II intr.
1 pasar, deslizarse χρόνος δίερπων E.Fr.441
fig. del πολυπράγμων entremeterse Plu.2.516f.
2 extenderse, avanzar de una enfermedad cutánea, Ph.2.349
fig. τὸ δίερπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.62.1
c. ac. de direcc. ὁ νόμος ... εἰς πάντα διέρπει χρόνον Cyr.Al.M.68.784D, cf. 628D, ἐπὶ τὰ νοητά Cyr.Al.M.68.1037A.

German (Pape)

[Seite 621] dasselbe; πῦρ, durch, das Feuer gehen, Soph. Ant. 265; διά τινος, Plut. de cur. 3.

French (Bailly abrégé)

f. διέρψω;
ramper ou se traîner à travers : τι, διά τινος à travers qch.
Étymologie: διά, ἕρπω.

Russian (Dvoretsky)

διέρπω: проползать, проходить (πῦρ Soph.; διά τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διέρπω: ἕρπωδιέρχομαι διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.

Greek Monolingual

διέρπω και διερπύζω (AM) έρπω
περνώ ανάμεσα σαν να σέρνομαι.

Greek Monotonic

διέρπω: μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, πῦρ δ., για τη δια πυρός δοκιμασία, εξέταση, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -ερπύσω
to creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, Soph.