ἀνδραγαθία
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
Ion. ἀνδραγαθίη>, ἡ, bravery, manly virtue, Hdt.1.99,136, al., Th.2.42; the character of an upright man, Ar.Pl.191, Phryn.Com.1; ἀνδραγαθίας ἑνεκα στεφανοῦσθαι Hyp.Lyc.6.
Spanish (DGE)
(ἀνδρᾰγᾰθία) -ας, ἡ
I 1valor, hombría, bravura Hdt.1.99, 136, 6.128, tít. en Democr.B 2a, καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι Th.2.42, ἦσαν γὰρ οἱ λοχαγοὶ πλησίον ἀλλήλων οἳ πάντα τὸν χρόνον ἀλλήλοις περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο X.An.5.2.11, ὁ Ἀριστογείτων ἐκεῖνος καὶ Ἁρμόδιος οὐ διὰ τὸ γένος ἐτιμήθησαν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀνδραγαθίαν Is.5.47, ἐν δὲ κινδύνοις καὶ πόνοις καρτερίαν καὶ ἀνδραγαθίαν Plu.2.97e, cf. 221b, Polyaen.3.9.1, τῶν ἐκείνου στρατηγῶν POxy.1799.23 (II d.C.), cf. Th.3.64, 5.101, Arist.Pol.1270b38, X.Ages.10.2, Lac.4.2, Isyll.4, Plb.2.38.3, 5.60.3, BGU 531.2.6 (I a.C.), Ph.2.131, LXX Es.10.2.
2 rectitud, integridad Ar.Pl.191, Th.3.57, ἀ. ... καὶ δικαιοσύνη D.22.72, cf. Isoc.6.105, Hyp.Lyc.16, Hippod.p.14, Diotog.2.
II hazaña LXX 1Ma.5.56, 10.15, Ph.2.558
•acción noble Φίλιππον ἐπίσκοπον αὐτῶν ἀποδέχεται ἅτε δὴ ἐπὶ πλείσταις μαρτυρουμένης ἀνδραγαθίαις τῆς ὑπ' αὐτὸν ἐκκλησίας Eus.HE 4.23.5.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, das Bravsein, Tapferkeit, Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. Tugend, Rechtschaffenheit, Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαθίας ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης, als Belobigungsformel, 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαθίαν αἱρεῖσθαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 courage;
2 loyauté, vertu.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰγᾰθία: ион. ἀνδρᾰγᾰθίη ἡ
1 мужество, доблесть Her., Thuc., Xen., Arph., Polyb., Plut.;
2 добродетель, честность, порядочность, Thuc., Xen., Dem.;
3 мужественный поступок, подвиг Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, γενναιότης, ἀνδρεία, ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ λέξις ἐσήμαινε γενναιότητα μετὰ τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας ἕνεκα στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13· πρβλ. ἀνδραγαθίζομαι.
Greek Monolingual
η (AM ἀνδραγαθία)
γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός
νεοελλ.-μσν.
ανδραγάθημα, κατόρθωμα
αρχ.
γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰγᾰθία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀνήρ, ἀγαθός), γενναιότητα, ανδρική αρετή, ο χαρακτήρας ενός γενναίου και τίμιου ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀνήρ, ἀγαθός
bravery, manly virtue, the character of a brave honest man, Hdt., Ar.