ἀπόρρησις

From LSJ
Revision as of 11:57, 24 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρησις Medium diacritics: ἀπόρρησις Low diacritics: απόρρησις Capitals: ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: apórrēsis Transliteration B: aporrēsis Transliteration C: aporrisis Beta Code: a)po/rrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀπερῶ)
A forbidding, prohibition, Pl.Sph.258c; interdiction of judgement, παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31; δίκη τῆς ἀ. Is.2.29.
II (ἀπείρηκα) giving up, Pl.R.357a; ἀπόρρησις μαρτυρίας = refusal to give testimony, Plu.Mar.5; renunciation of a truce, Plb.14.2.14.
III disowning of a son, = ἀποκήρυξις, Suid.
IV giving in, flagging, ἀπόρρησιν ποιήσασθαι Aristid.1.374J.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 prohibición μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.Sph.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης IGLS 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7
interdicto de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, δίκη τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.
2 negativa, renuncia Pl.R.357a, cf. PCair.Zen.367.31 (III a.C.), PRyl.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14
en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.Or.5.45, ἀπόρρησις τῆς μαρτυρίας = negativa a prestar testimonio Plu.Mar.5
dimisión ἀπόρρηοιν διδόναι ἐπὶ τὸν ἐνιαυτόν SB 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν PMich.575.8 (II d.C.).
3 desheredamiento Sud.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 interdiction, défense;
2 récusation.
Étymologie: ἀπορρηθῆναι, v. ἀπερῶ, ἀπεῖπον.

German (Pape)

ἡ, das Absagen,
a das Verbieten, Plat. Soph. 258c, Dem. 33.31.
b Weigerung, Plat. Rep. II.357a; vgl. B.A. 27, wo es in dieser Stelle für ῥῆσις erkl. wird.
c παιδός, = ἀποκήρυξις, das Lossagen von einem Kinde, Enterbung, ἀπορρήσεως δίκην λαγχάνειν τινί Isae. 2.29; γάμου, Scheidung; Aufkündigung des Waffenstillstandes, Poll. 14.2.14.
d das Versagen der Kräfte, Ermattung ?

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρησις: εως ἡ
1 запрет, запрещение Plat., Dem.;
2 отказ, отречение Plat., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρησις: -εως, ἡ, (ἀπερῶ), ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Σοφ. 258A· παρὰ τὴν ἀπ. Δημ. 902. 25. ΙΙ. ἡ ἐγκατάλειψις ζητήματος, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 357A, πρβλ. Φαίδωνα 99D. ΙΙΙ. ἀποκήρυξις υἱοῦ, ἀποκλήρωσις, Ἰσαῖος περὶ Μενεκλ. κλήρ. 36: -ἀποκήρυξις, διάλυσις ἀνακωχῆς, Πολύβ. 14. 2, 14. IV. ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἀποτυχία, Ἀριστείδ. 1. 374.

Greek Monolingual

ἀπόρρησις, η (Α) ρήσις
1. απαγόρευση
2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος
3. λύση ανακωχής
4. αποκήρυξη, αποκλήρωση
5. υποχώρηση.

Greek Monotonic

ἀπόρρησις: -εως, ἡ (ἀπερῶ
I. απαγόρευση, αποτροπή, σε Πλάτ.
II. εγκατάλειψη ενός ζητήματος, άρνηση, απόρριψη, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀπερῶ
I. a forbidding, prohibition, Plat.
II. a giving up a point, refusal, Plat.

English (Woodhouse)

prohibition, renunciation, disowning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)