κωπηλατέω

From LSJ
Revision as of 13:42, 28 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "κάνω κουπί, τραβάω κουπί, τραβώ κουπί" to "κάνω κουπί, τραβάω κουπί, τραβώ κουπί")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπηλᾰτέω Medium diacritics: κωπηλατέω Low diacritics: κωπηλατέω Capitals: ΚΩΠΗΛΑΤΕΩ
Transliteration A: kōpēlatéō Transliteration B: kōpēlateō Transliteration C: kopilateo Beta Code: kwphlate/w

English (LSJ)

A pull an oar, row, opp. κυβερνῆσαι, Arist.Rh.Al.1435a28, cf. Plb.1.2.1, etc. 2 metaph., of any similar motion forwards and backwards, as of a carpenter using an auger, τρύπανον κ. E.Cyc.461.

German (Pape)

[Seite 1546] die Ruder in Bewegung setzen, rudern, Pol. 1, 21, 1 u. Sp., wie Luc. V. H. 1, 40; übertr., ναυπηγίαν δ' ὡςεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Eur. Cycl. 460, den Bohrer in Bewegung setzen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ramer.
Étymologie: κωπηλάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωπηλατέω [κωπηλάτης] roeien; met acc.: τρύπανον κωπηλατεῖ hij roeit met de boor (d.w.z. doet hem draaien) Eur. Cycl. 461.

Russian (Dvoretsky)

κωπηλᾰτέω:
1 работать веслами, грести Arst., Polyb.;
2 вертеть, вращать (τρύπανον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κωπηλᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραβῶ κουπί», Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 25, 7, Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ πάσης ὁμοίας κινήσεως γινομένης πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, οἷον ἐπὶ ξυλουργοῦ μεταχειριζομένου τὸ τρυπάνιον, διπλοῖν χαλινεῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Εὐρ. Κύκλ. 461.

Greek Monotonic

κωπηλᾰτέω: μέλ. -ήσω, τραβώ κουπί· μεταφ., λέγεται για κάθε παρόμοια κίνηση μπρος και πίσω, όπως του ξυλουργού που χρησιμοποιεί το τρυπάνι, σε Ευρ.

Greek Monolingual

(AM κωπηλατῶ, κωπηλατέω) κωπηλάτης
τραβώ κουπί, κινώ το σκάφος με χειρισμό τών κουπιών, λάμνω
αρχ.
κινώ κάτι προς τα εμπρός και πίσω, όπως λ.χ. όταν ο ξυλουργός στρέφει το τρυπάνι («ναυπηγίαν δ' ὡσεί τις ἀρμόζων ἀνὴρ διπλοῖν χαλινοῑν τρύπανον κωπηλατεῖ», Ευρ.).

Middle Liddell

κωπηλᾰτέω, fut. -ήσω
to pull an oar: metaph. of any similar motion forwards and backwards, as of a carpenter using an auger, Eur. [from κωπηλᾰ́της]

Translations

Arabic: جَذَّفَ‎; Asturian: remar; Bashkir: ишеү; Belarusian: грэ́бці, веслава́ць; Bulgarian: греба́; Catalan: remar; Chinese Mandarin: 划, 划船; Czech: veslovat; Danish: ro; Dutch: roeien; Estonian: aerutama; Faroese: rógva; Finnish: soutaa; French: ramer; Galician: remar, vogar; German: rudern; Greek: κωπηλατώ, κάνω κουπί, τραβάω κουπί, τραβώ κουπί, λάμνω, λαμνοκοπώ; Ancient Greek: ἐρέσσω; Hindi: खेना; Icelandic: róa, paddla; Italian: remare; Japanese: 漕ぐ; Kabuverdianu: rema; Khmer: អុំទូក; Korean: 젓다; Latin: remigo; Macedonian: весла; Maltese: qadef; Norwegian Bokmål: ro; Nynorsk: ro; Occitan: remar; Old Church Slavonic Cyrillic: грети; Polish: wiosłować; Portuguese: remar; Russian: грести́; Scottish Gaelic: iomair; Serbo-Croatian Cyrillic: вѐслати; Roman: vèslati; Shan: ၽၢႆး; Slovak: veslovať; Slovene: veslati; Spanish: remar, bogar; Swedish: ro; Telugu: తెడ్డు వేయుట; Thai: พาย, แจว; Ukrainian: гребти́, веслува́ти; Uzbek: eshmoq; Vietnamese: chèo