ἐπικαρπίδιος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
[ῐδ], ον, on fruit, χνοῦς AP9.226 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 946] auf der Frucht, μήλων χνοῦς Zon. 6 (IX, 226).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]qui est sur le fruit.
Étymologie: ἐπί, καρπός.
Greek Monolingual
ἐπικαρπίδιος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῦν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐπικαρπίδιος: -ον (καρπός), αυτός που γίνεται πάνω στον καρπό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαρπίδιος: (πῐ) находящийся на плодах, покрывающий плоды (χνοῦς Anth.).