ἡμερολόγιον

From LSJ
Revision as of 16:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολόγιον Medium diacritics: ἡμερολόγιον Low diacritics: ημερολόγιον Capitals: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Transliteration A: hēmerológion Transliteration B: hēmerologion Transliteration C: imerologion Beta Code: h(merolo/gion

English (LSJ)

τό, A calendar, Plu. Caes.59 (v.l. -λογεῖον):—also ἡμερο-λογικά, τά, Ptol.Phas.p.11 H. II -λόγιον, τό,= μέρος τι τῶν περὶ τὴν κύστιν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1166] τό, Tageberechnung, Kalender, Plut. Caes. 59, v.l. ἡμερολογεῖον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
]calendrier.
Étymologie: cf. ἡμερολεγδόν, ἡμερολογέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολόγιον: v.l. ἡμερολογεῖον τό календарь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολόγιον: τό, βιβλίον ἐν ᾧ ἀναγράφονται αἱ ἡμέραι, «καλανδάρι», Πλούτ. Καίσ. 59 (διάφ. γραφὴ -λογεῖονὡσαύτως ἡμερο-λογικά, τά, Πτολεμ. ἐν Fabric. B. Gr. 2. 431.

Greek Monotonic

ἡμερολόγιον: τό (λέγω), το βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η κάθε ημέρα ξεχωριστά, το ημερολόγιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἡμερο-λόγιον, ου, τό, λέγω
a calendar, Plut.