νουθεσία

From LSJ
Revision as of 18:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθεσία Medium diacritics: νουθεσία Low diacritics: νουθεσία Capitals: ΝΟΥΘΕΣΙΑ
Transliteration A: nouthesía Transliteration B: nouthesia Transliteration C: nouthesia Beta Code: nouqesi/a

English (LSJ)

Ion. νουθεσίη, ἡ, = νουθέτησις (admonition, warning), Ar.Ra.1009, Hp.Ep.17, AP 11.32 (Honest.), Plu.Lyc.25, Diog.Oen.33, Aret.CA1.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d'avertir, d'admonester.
Étymologie: cf. νουθετέω.

German (Pape)

ἡ, = νουθέτησις; Ar. Ran. 1009; Plut. Lyc. 25 und andere Spätere; aber νουθετεία, welchesPoll. 9.139 aus Plat. anführt, ist zweifelhaft, vgl. Lobeck Phryn. 521.

Russian (Dvoretsky)

νουθεσία: ион. νουθεσίη ἡ Arph., Plut., Anth. = νουθέτησις.

Greek (Liddell-Scott)

νουθεσία: ἡ, = νουθέτησις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1009, Πλουτ. Σόλων 25, κτλ.· - νουθετία ἐν Α. Β. 21 κ. Φωτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ Πλάτ. ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139. Ὁ δὲ τύπος νουθετεία εἶναι ἡμαρτημένος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

English (Strong)

from νοῦς and a derivative of τίθημι; calling attention to, i.e. (by implication) mild rebuke or warning: admonition.

English (Thayer)

νουθεσιας, ἡ (νουθετέω, which see); admonition, exhortation: κυρίου, such as belongs to the Lord (Christ) or proceeds from him, Winer's Grammar, 189 (178)). (Aristophanes ran. 1009; Diodorus 15,7; besides in Philo, Josephus, and other recent writings for νουθέτησις and νουθετια, forms more common in the earlier writings cf. Lob. ad Phryn., p. 512; (Winer's Grammar, 24).) (Cf. Trench, § xxxii.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) νουθετώ
συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα
μσν.
1. έλεγχος, επιτίμηση
2. διδασκαλία
3. καθοδήγηση.

Greek Monotonic

νουθεσία: ἡ, = νουθέτησις, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νουθεσία, ἡ, = νουθέτησις, Ar.]

Chinese

原文音譯:nouqes⋯a 奴-帖西阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:心思-安置(著)
字義溯源:警戒,警告,教導,勸告;由(νοῦς)*=悟性)與(τίθημι)*=處所,設立)組成
出現次數:總共(3);林前(1);弗(1);多(1)
譯字彙編
1) 警戒(3) 林前10:11; 弗6:4; 多3:10