δυσηλεγής

From LSJ
Revision as of 19:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσηλεγής Medium diacritics: δυσηλεγής Low diacritics: δυσηλεγής Capitals: ΔΥΣΗΛΕΓΗΣ
Transliteration A: dysēlegḗs Transliteration B: dysēlegēs Transliteration C: dysilegis Beta Code: dushlegh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλγος, ἀλεγ-εινός) Homeric epithet of death and war, bringing bitter grief, cruel, ruthless, θάνατος, πόλεμος, Od.22.325, Il.20.154; πηγάδες… δυσηλεγέες cruel frosts, Hes.Op.506; δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ Id.Th.652; also of men, πολῖται Thgn.795; γείτονες Max.87.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [formas no contr. Il.20.154, Od.22.325, Hes.Op.506; plu. dat. -έεσσιν Max.273]
cruel, duro de cosas y abstr. πόλεμος Il.l.c., θάνατος Od.l.c., h.Ap.367, πηγάδες ... δυσηλεγέες crueles escarchas Hes.l.c., δεσμός Hes.Th.652, tb. de pers. πολῖται Thgn.795, Mimn.7.1, γείτονες Max.87, cf. l.c.
horrible, desagradable λαιμός Nonn.D.4.373.

German (Pape)

[Seite 680] ές (λέγω, vgl. τανηλεγής), schwerdaniederstreckend, hart bettend; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = schmerzlich, unangenehm; πηγάδες Hes. O. 504; δεσμός, schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dur, pénible, cruel.
Étymologie: δυσ-, ἄλγος ; ou sel. d'autres δυσ-, ἀλέγω.

Russian (Dvoretsky)

δυσηλεγής: жестокий, беспощадный, мучительный (θάνατος, πόλεμος Hom.; δεσμός, πηγάδες Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσηλεγής: -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, ἑπομένως, σκληρός, ἀνηλεής, δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ τανηλεγής, ἐκ τοῦ λέγω, κοιμίζω, βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ ἀπηλεγέως, ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ ἀλέγω, κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ ἄλγος = δυσαλγής.

Greek Monolingual

δυσηλεγής, -ές (Α)
σκληρός, οδυνηρός, άσπλαχνος.

Greek Monotonic

δυσηλεγής: -ές (λέγω, αποκοιμίζω, πρβλ. ταν-ηλεγής), αυτός που ξαπλώνει κάποιον πάνω σε σκληρό κρεβάτι, αυτός που επιφέρει άσχημο ύπνο, λέγεται για τον θάνατο, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

δυσ-ηλεγής, ές λέγω to lay asleep] [cf. τανηλεγής
laying one on a hard bed, of death, Hom., Hes.