ἀπήμαντος

From LSJ
Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήμαντος Medium diacritics: ἀπήμαντος Low diacritics: απήμαντος Capitals: ΑΠΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: apḗmantos Transliteration B: apēmantos Transliteration C: apimantos Beta Code: a)ph/mantos

English (LSJ)

ἀπήμαντον,
A unharmed, unhurt, Od.19.282, cf. Hes.Th.955; ἀπήμαντος βίοτος a life free from misery, Pi.O.8.87; ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, A.Ag.378 (lyr.).
II Act., unharming, σθένος Id.Supp. 576(lyr.); of snakes, Nic.Th.492. Adv. ἀπημάντως Tz.ad Lyc.886.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. sano y salvo, carente de daño ναίει ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα Hes.Th.955, cf. Fr.229.7, πέμπειν τέ μιν ... ἀπήμαντον Od.19.282, ἡμᾶς δὲ πάντας διετήρησεν ὁ θεὸς ἀπημάντους καὶ ἀβλαβεῖς IStratonikeia 10.18 (Panamara I a.C.), ἀποκαταστῆσαι τούτους ἀπημάντους LXX 2Ma.12.25
de abstr. de la vida humana sin penas, libre de daño ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87, ἀπήμαντον † δ' οὐδέν ἐστιν ἐν αὐτοῖς† (sc. τοῖς ἀνθρώποις) Simon.21.3, ἔστω δ' ἀπήμαντον = haya buena fortuna A.A.379
de un árbol sano ἐλαία Lindos 2.498 (III/IV d.C.).
2 que no daña σθένος A.Supp.576, πνεῦμα LXX Sap.7.22
inofensivo de culebras, Nic.Th.492.
3 adv. ἀπημάντως = inofensivamente, sin sufrir daño τὴν θάλασσαν ἀπημάντως ὡς διὰ γῆς πορεύεσθαι Tz.ad Lyc.886.

German (Pape)

[Seite 290] unversehrt, unbeschädigt, Od. 19, 282; βίοτος Pind. Ol. 8, 87; σθένος Aesch. Suppl. 571; vgl. Ag. 368.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sain et sauf;
2 inoffensif.
Étymologie: , πημαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπήμαντος:
1 невредимый (πέμπειν τινὰ οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον Hom.);
2 беспечальный, безмятежный (βίοτος Pind.);
3 целебный, благотворный (σθένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήμαντος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην ἢ κακόν τι, πέμπειν τέ μιν.. αὐτοὶ οἴκαδ’ ἀπήμαντον Ὀδ. Τ. 282· ἀπήμαντος βίοτος, βίος ἄνευ παθημάτων, «ζωὴ χωρὶς βάσανα» Πινδ. Ο. 8 ἐν τέλ.: ― ἔστω δ’ ἀπήμαντον, ἔστω ἄνευ πημάτων ἄνευ παθημάτων, Αἰσχ. Ἀγ. 378. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν βλάβην, σθένος ὁ αὐτ. Ἱκ. 576· ἐπὶ προσώπων, Νικ. Θ. 492. ― Ἐπίρρ. ἀπημάντως Τζέτζ. σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 886.

English (Autenrieth)

(πημαίνω): unharmed, Od. 19.282†.

English (Slater)

ᾰπήμαντος free from pain ἀπήμαντον ἄγων βίοτον (O. 8.87)

Greek Monolingual

ἀπήμαντος κ. ἀπήματος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά ή ζημιά
αρχ.
αυτός που δεν προξενεί κανένα κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημαίνω < πήμα «συμφορά, δυστυχία»].

Greek Monotonic

ἀπήμαντος: -ον (πημαίνω), αβλαβής, απείραχτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἔστω δ' ἀπήμαντον, να είσαι χωρίς παθήματα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πημαίνω
unharmed, unhurt, Od.: ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, Aesch.

Léxico de magia

-ον indemne, carente de daño o carente de dolor de la divinidad ἧκε <μοι>, κύριε, ἀμώμητος καὶ ἀπήμαντος ven a mí, señor, carente de defectos y de dolor P XIII 89 ἧκε μοι, κύριε, ... ἱλαρός, ἀπήμαντος ven a mí, señor, propicio, tú que careces de dolor P XIII 608 P XIII 604 de personas διατήρησόν με καὶ τὸν παῖδα τοῦτον ἀπημάντους guárdanos a mí y a este muchacho indemnes P V 45

Translations

invulnerable

Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий