δρύοχοι
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
[ῠ], οἱ, (δρυ- 'wooden structure', 'ship' (cf. δόρυ) , ἔχω)
A props or shores upon which is laid the frame of a new ship, Od.19.574, cf. Eust. et Sch. adloc.; κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Epigr. ap. Moschion ap.Ath.5.209c; ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι to build a ship from the keel, Plb.1.38.5; δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός A.R.1.723: metaph., δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς to lay the keel of a new play, Ar.Th.52: οἷον ἐκ δρυόχων Pl. Ti.81b, cf. Plu.2.321e: sg. only in Poll.1.85.
II = δρυμά, woods, AP6.16 (Arch.): heterocl. pl. δρύοχα E.El.1163 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
I náut.
1 puntales de roble, escoras sobre las que se arman barcos en los astilleros ἵστασχ' ἑξείης, δρυόχους ὥς ponía en fila (las hachas) como escoras de astillero, Od.19.574, cf. Sch.ad loc., Eust.1878.63, δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός A.R.1.723, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Archimel.SHell.202.3
•simpl. astilleros ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι εἴκοσι ... σκάφη Plb.1.38.5
•fig. fundamento, base οἷον ἐκ δρυόχων Pl.Ti.81b, cf. Plu.2.321e, δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς poner las bases de una nueva pieza teatral ref. al proemio, Ar.Th.52.
2 cuadernas Procop.Goth.4.22.12, Sch.A.R.1.723-724
•meton. barco ἐπὶ πλωτῶν δρυόχων GDRK 22.6.
II agujero del hacha en el que se inserta el mango, Hsch., Sch.Od.19.574.
Russian (Dvoretsky)
δρύοχοι: οἱ
1 корабельный остов, (деревянный) каркас судна, по друг. деревянные подпоры для строящегося корабля (ἱστάναι δρυόχους Hom.);
2 перен. основания, основа (δράματος Arph.); ἐκ (τῶν) δρυόχων Plat., Polyb. начиная с основания;
3 дубравы, леса Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δρύοχοι: οἱ, (δρῦς ἔχω) τὰ ὑποστηρίγματα ἐφ’ ὧν στηρίζεται ἡ τρόπις ναυπηγουμένου πλοίου, Ὀδ. Τ. 574,- ἔνθα οἱ πελέκεις ἐμπεπηγμένοι κατὰ γραμμὴν παρομοιάζονται πρὸς τοὺς δρυόχους, πρβλ. Εὐστ. καί Σχολ. ἐν τόπῳ, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανὶς Ἐπίγραμ. παρ’ Ἀθην. 209C·- μεταγεν., ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι σκάφη, καινὰ ἐξ ὑπαρχῆς, Πολύβ. 1. 38, 5· δρυόχους ἐπεβάλλετο νηὸς Ἀπολλών. Ρόδ. Α. 723· οὕτω, δρυόχους τιθέναι δράματος, καταθέτω, βάλλω τὴν τρόπιν (βάσιν), δηλ. ἄρχομαι νέου δράματος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 52· καὶ παροιμ., οἷον ἐκ δρυόχων Πλάτ. Τιμ. 81Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 231Ε·- ὁ Πολυδ. Α΄, 85 ἀναφέρει τὸ ἑνικ. δρύοχον. ΙΙ. = δρυμά, δάση, Ἀνθ. Π. 6. 16· καὶ οὕτως ὁ Εὐρ. Ἠλ. 1163, κατὰ ἑτερογενῆ πληθ. δρύοχα.
Greek Monotonic
δρύοχοι: οἱ (δρῦς, ἔχω),·
I. υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία στηρίζονταν η καρίνα (τρόπις) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., δρυόχους τιθέναι δράματος, τοποθετώ τη βάση του καινούριου έργου, ξεκινώ νέο δράμα σε Αριστοφ.· ἐκ δρυόχων, από το ξεκίνημα, από την αρχή, σε Πλάτ.
II. = δρυμά, δάση, σε Ανθ.· ομοίως, ετερογενής πληθ., δρύοχα, σε Ευρ.
Middle Liddell
n n δρῦς, ἔχω]
I. the props or trestles upon which was laid the keel (τρόπισ) of a new ship, Od.: metaph., δρυόχους τιθέναι δράματος to lay the keel of a new play, Ar.; ἐκ δρυόχων from the beginning, Plat.
II. = δρυμά, woods, Anth.