ἀποπλάζω
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
lead away from, ἀοιδῆς A.R.1.1220, cf. Hsch.:—Pass., only aor., stray away from, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Od. 15.382; Τροίηθεν 9.259; ἀπὸ θώρηκος.. πολλὸν ἀποπλαγχθείς [ὀϊστός] glancing off the hauberk, Il.13.592; -πλαγχθέντες ἑταίρων Theoc.22.35; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291: abs., wander, Od.8.573; to be separated, Emp.22.3; τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα a helm struck off, falling from the head, Il.13.578:—also ἀποπλασθεῖσα· ἀποκρουσθεῖσα, Hsch.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo en forma de aor. pas. salvo act. ἀποπλάγξειεν A.R.1.1220, ἀποπλάγξαντες Hsch.]
1 de pers., anim. y personif. separarse, ausentarse c. gen. de pers. σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od.15.382, αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς no te separes de ella Theoc.15.67, ἑταίρων Theoc.22.35, νομῆος Nonn.D.15.216, νομοῖο Colluth.41, cf. c. dat. loc. ὅσσα φιν ἐν θνητοῖσιν ἀποπλαχθέντα πέφυκεν cuantas cosas para ellos (los elementos) se encuentran separadas en el mundo mortal Emp.B.22.3
•c. gen. de lugares ir a la deriva lejos de νήσου Od.12.285, Τροίηθεν Od.9.259
•fig. ἀπεπλάγχθην δὲ νόοιο quedé fuera de mí, se extravió mi mente, h.Ven.254
•abs. andar errante, vagar κατάλεξον, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od.8.573, ἀπεπλάγχθη χορὸς ἄστρων Nonn.D.1.230, ἀποπλαγχθῆναι αὐτήν (τὴν ὕλην) (el demiurgo impide que) ésta (la materia) vaya a la deriva Numen.18.8.
2 de cosas separar violentamente de armas y pertrechos salir despedido o disparado ἀπὸ θώρηκος ... πολλὸν ἀποπλαγχθείς (ὀϊστός) Il.13.592, τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291
•fig. ἀλλά τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς pero estos (mitos) se saldrían totalmente fuera del tema del canto A.R.l.c.
•abs. (τρυφάλεια) ἀποπλαγχθεῖσα saliendo (el casco) despedido, Il.13.578.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πλάζω), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od. 8, 573; ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχθης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχθέντας 12, 285; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Iliad. 22, 291; ἀπὸ θώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχθείς 13, 592; ἀποπλαγχθέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποπλάγξω;
égarer loin de ; Pass. (ao. ἀπεπλάγχθην) :
1 s'égarer hors de, errer loin de, gén. ; abs. errer au poin ; p. anal. σάκεος ἀπ. IL rebondir loin d'un bouclier en parl. d'un trait;
2 p. ext. être renversé, tomber.
Étymologie: ἀπό, πλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλάζω: μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς (ὀϊστός) Ἰλ. Ν. 592· τῆλε δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι μακράν, Ὀδ. 573: - ἡ φράσις τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, εἶναι μοναδική.
English (Autenrieth)
only aor. pass. ἀπεπλάγχθην, part. ἀποπλαγχθείς: pass., be driven from one's course, drift (away from); Τροίηθεν, Od. 9.259; κατάλεξον | ὅππῃ ἀπεπλάγχθης, Od. 8.573; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ, ‘rebounded,’ Il. 22.291, Il. 13.592; cf. 578.
Greek Monolingual
ἀποπλάζω (Α) πλάζω
Ι. αποπλανώ, εκτρέπω
II. (-ομαι)
1. απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι μακριά από κάπου
2. (για πράγματα) εκτινάσσομαι.
Greek Monotonic
ἀποπλάζω: μέλ. -πλάγξω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του, τον ξεστρατίζω, τον αποπλανώ, τινός, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ -επλάχθην, πλανιέμαι μακριά από την πατρίδα μου, σῆς πατρίδος, Τροίηθεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα, λέγεται για βέλος, στο ίδ.· απόλ., τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία που δέχθηκε χτύπημα και εκτινάχθηκε από το κεφάλι, στο ίδ.
Middle Liddell
to lead astray from, τινός Apoll.:—Pass., to stray away from, σῆς πατρίδος, Τροίηθεν Od.; ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς having glanced off from the breastplate, of an arrow, Od.; absol. τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα a helm struck off or falling from the head, Od.