παμποίκιλος
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
παμποίκιλον,
A all-variegated, of rich and varied work, πέπλοι Od. 15.105, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36; νεβρῶν π. στολίδες E.Hel.1359 (lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16.
II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους (παμποικίλας codd.) Pl.Ti.82b.
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr bunt; von künstlichen Webereien und Stickereien, πέπλοι, Il. 6, 289 Od. 15, 105; ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις, Pind. N. 10, 36; νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδες, Eur. Hel. 1375; Sp., χιτών, D. Cass. 72, 2; übh. schr mannigfaltig, ἀλλοιότητες παμποίκιλαι (eigenes fem.), Plat. Tim. 82 b.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
couvert de broderies.
Étymologie: πᾶν, ποικίλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμποίκιλος -ον [πᾶς, ποικίλος] bontgekleurd. overdr. zeer gevarieerd, allerlei.
Russian (Dvoretsky)
παμποίκῐλος: 2, реже 3
1 чрезвычайно пестрый, многоцветный (πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.);
2 весьма разнообразный (ἀλλοιότητες Plat.);
3 смешанный, разношерстный (δῆμος Plut.).
English (Autenrieth)
all variegated, embroidered all over, Il. 6.289 and Od. 15.105.
English (Slater)
παμποίκῐλος painted all over καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. ἄγγος: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36)
Greek Monolingual
παμποίκιλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη εργασία, πολυποίκιλος («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», Ευρ.)
μσν.
ο κάθε λογής
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, πολλαπλός, πολυειδής
2. (για πρόσ.) πολυμήχανος, εφευρετικός
3. φρ. «παμποίκιλον ὕφασμα»
μτφ. η οικουμένη (Φίλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ποικίλος.
Greek Monotonic
παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη εργασία, σε Όμηρ.· γεμάτος σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, κατάστικτος, Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ πάνυ ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.
Middle Liddell
παμ-ποίκῐλος, ον,
all-variegated, of rich and varied work, Hom.: all-spotted, of fawn-skins, Eur.