διατιμάω
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
A finish honouring, honour no longer, τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς A.Th.1052 Sch. (τοῦδ' οὐ codd.).
2 Med., get a thing estimated or valued, τὴν οὐσίαν D.S.4.21; τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων Id.16.29; τὴν χώραν J.AJ13.9.2, cf. CIG2266.8 (Delos), SIG679.60 (ii B. C.):—also in Act., PRev.Laws26.10, Sm. Le.27.14.
Spanish (DGE)
(διατῑμάω) 1 juzgar, sentenciar en v. pas. εἰ δὴ τὰ τοῦδ' οὐ διατετίμηται θεοῖς si (la causa) de éste no ha sido sentenciada por los dioses A.Th.1047, en v. pas. διατετίμηται γὰρ ἑκάστου τῶν ἀδικημάτων <ἡ> ζημία Hippol.Haer.5.20.3, cf. Harp.s.u. ἀτίμητος.
2 en v. med. valorar, tasar, evaluar ἀποτινέτωσαν ... τὸ βλάβος ὅσου ἂν διατιμήσωνται πενταπλοῦν PRev.Laws 51.11, cf. 55.24 (III a.C.), τὴν ἰδίαν οὐσίαν D.S.4.21, τὴν χώραν I.AI 13.263, cf. ID 502A.8 (III a.C.), ὅσον ἂν καλὸν καὶ δίκαιον φαίνηται IM 93b.27 (II a.C.), Sam.Le.27.14, c. gen. de precio τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων D.S.16.29, τὸ μύρον τριακοσίων δηναρίων διετιμήσατο Chrys.M.61.718.
German (Pape)
[Seite 607] verstärktes τιμάω, Aesch. Spt. 1047. – Med., abschätzen, οὐσίαν D. Sic. 4, 21; ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων 16, 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. 3ᵉ sg. διατετίμηται;
cesser d'honorer.
Étymologie: διά, τιμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τιμάω, pass. zeer geëerd worden Aeschl. Sept. 1047 (onzekere tekst.)
Russian (Dvoretsky)
διατῑμάω:
1 обсуждать, определять: τὰ τοῦδ᾽ οὐ διατετίμηται θεοῖς Aesch. решение богов о его делах еще не состоялось (v.l. οὐ δίχα τετίμηται);
2 med. оценивать (ταλάντων πεντακοσίων τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διατῑμάω: παύω ἀπὸ τοῦ νὰ τιμῶ, δὲν τιμῶ πλέον, (πρβλ. διαπολεμέω), τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1047· οὕτως ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσει· ἴδε Paley ἐν τόπῳ, καὶ Δινδ. Λεξ. Αἰσχύλ. 2) Μέσ., ἐκτιμῶ, ὁρίζω τὴν τιμήν, τὴν οὐσίαν Διόδ. 4. 21· τὸ ἀδίκημα ὁ αὐτ. 16. 29· τὴν χώραν Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 13. 9, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 8.
Greek Monotonic
διατῑμάω: μέλ. -ήσω, συνεχίζω να ατιμάζω, να εξευτελίζω, να ντροπιάζω, σε Αισχύλ.