σπιθαμή
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ἡ, space one can embrace between the thumb and little finger, span (EM647.34), as a fixed measure, = 3 παλαισταί (Hero *Deff.131), first in Hdt.2.106, Hp.Mochl.38 (though the compd. τρισπίθαμος occurs in Hes.Op.426); also in Pl.Alc.1.126d, Arist.HA606a14, Pol.1302b38, Chrysipp.Stoic.2.47, POxy.669.32 (iii A.D.), etc.:metaph., σ. τοῦ βίου Diogenian.8.17.
German (Pape)
[Seite 921] ἡ, die Weite zwischen dem ausgespannten Daumen und dem kleinen Finger; Her. 2, 106; περὶ σπιθαμῆς καὶ πήχεως, Plat. Alc. I, 126 c; Sp.; Römisch dodrans.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
empan, mesure d'une demi-coudée ou de trois quarts de pied.
Étymologie: R. Σπα, tirer ; cf. σπιδής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπιθαμή -ῆς, ἡ [~ σπιδής?] lengtemaat, de afstand tussen de duim en de pink van een uitgestrekte hand: span.
Russian (Dvoretsky)
σπῐθᾰμή: ἡ пядь, пядень (мера длины = 231.2 мм) Her., Plat., Arst.
Greek Monolingual
η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν
1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.)
2. (για χρόνο) μικρή, σύντομη διάρκεια («σπιθαμή τοῦ βίου», Διογ. Λαέρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σπιθαμή προς σπιθαμή» — σε μικρά, διαδοχικά διαστήματα
β) «μιας σπιθαμής άνθρωπος»
i) παιδί
ii) άνθρωπος πολύ κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη ρίζα τών τ. σπίδιος, σπιδόθεν κ.λπ. με οδοντική παρέκταση -dh- και κατάλ. -α-μη, πρβλ. παλ-ά-μη, πυγ-μή (βλ. λ. σπιδής)].
Greek Monotonic
σπῐθᾰμή: ἡ, άνοιγμα που μπορεί κάποιος να ορίσει με τη βοήθεια αντίχειρα και μικρού δακτύλου, σπιθαμή, παλάμη, Λατ. dodrans, περίπου 7 ½ ίντσες, σε Ηρόδ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σπῐθᾰμή: ἡ, (ἴδε σπιδής), τὸ διάστημα ὃ δύναταί τις νὰ περιλάβῃ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, «πιθαμή», Λατ. dodrans (Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ. παλαιστή), ὡς ὡρισμένον μέτρον ἰσούμενον περίπου πρὸς 0, 18 τοῦ μέτρου, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 106, Ἱππ. Μοχλ. 865, ἂν καὶ τὸ σύνθετον τρισπίθαμος ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 424· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 1. 126C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, Πολιτ. 5. 3, 6· - μεταφορ., σπ. τοῦ βίου Διογενειαν. 8. 17, Ἡσύχ. - Πρβλ. δοχμή.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: span, the range between the stretched thumbs and the little finger (IA).
Compounds: As 2. member a. o. in τρι-σπίθαμος measuring three spans (Hes. Op. 426 a.o.; cf. den Boer Mnem. 4: 9, 3).
Derivatives: σπιθαμ-ιαῖος one span wide (Hp., Arist. a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: Has be compared with the group παλάμη, δόχμη, πυγμή (s. vv. w. lit.) a. o.; on the θ-suffix cf. also σπιθίαι σανίδες (planks) νεώς H. (here Frisk mentions Germ. Spant, I don't understand why). -- I see no reason to connect σπίδιος a. cognates. - It seems to me that this is a Pre-Greek word (suffix -αμ-), though I see no further indications for it.
Middle Liddell
σπῐθᾰμή, ἡ,
the space one can span with the thumb and little finger, a span, Lat. dodrans, about 7 ½ inches, Hdt., Plat. [deriv. uncertain]