ἄοζος
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ὁ,
A = θεράπων, servant, attendant, esp. belonging to a temple, A.Ag.231 (lyr.), cf. Call.Del.249, IG9(1).976 (Corc.). (sṃ-sod-yos, root sed- 'go', Slav. ξηοδῠ, cf. ὁδός.)
ἄοζος, ον,
A = ἄνοζος, q.v.
Spanish (DGE)
v. ἄνοζος.
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἄζος Cleitarchus glossographus en Ath.267c
servidor φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ A.A.231, cf. Call.Fr.563, IG 9(1).976 (Corara), Cleitarchus glossographus l.c., Zonar.115.15C.
• Etimología: Cf. ὄζος.
German (Pape)
[Seite 271] (vielleicht mit αἰζηός verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; ἄζοι Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch ἄνοζος.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
serviteur dans un sacrifice.
Étymologie: p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et ὁδός, litt. « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός.
Russian (Dvoretsky)
ἄοζος: ὁ служитель при жертвоприношениях Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοζος: ὁ, = θεράπων, ὑπηρέτης, ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, μάγιρος, - ὑπηρέτας, - ἄοζος - οἰνοχόος Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ ῥῆμα ἀοσσέω· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = ἀκόλουθος), «ἄοζος, ὑπηρέτης, διάκονος» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).
Greek Monolingual
(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].
(II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.
Greek Monotonic
ἄοζος: ὁ, υπηρέτης, δούλος, σε Αισχύλ. (πιθ. από τα ααθροιστικό και το ὁδός· πρβλ. ἀ-κόλουθος).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: servant (of a god) (A. Ag. 231 ). ἄοζοι ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι H.
Other forms: ἄζος = θεράπων or θεράπαινα Seleucus et Gloss. ap. Ath. 6, 267c = Eust. 1024, 44 and 1090, 56.
Dialectal forms: Myc. aozejo prob. not here.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: In the same sense ὄζος in epic ὄζος Ἄρηος, if = θεράπων Ἄ., cf. ὀζεία (cod. ὀζειέα) θεραπεία H. This ὄζος is considered to be identical with ὄζος branch, as did the ancients: ὁ κλάδος τοῦ πολέμου H. Modern scholars take it as sprout, but DELG notes that ὄζος does not have this meaning. Nevertheless one assumes the same etymology: *o-zd-o-, i.e. prefix o- and zero grade of sed- sit (down), so orig. comes, companion; not very convincing. ἄ-οζος could have α copulativum, perhaps under influence of ἀοσσέω (q.v.), ἄοσσος. Brugmann IF 19, 379 against Schulze Q. 498, who explains ἄοζος from *ἀ-σοδ-ι̯ο-ς, from ὁδός, what Frisk and DELG do not reject. - Fur. 341 cites the form ἄζος, and concludes from α/ο that the word is Pre-Greek. He assumes (374) with Frisk that ἄοζος has a secondary α copulativum, which is uncertain, however; it could be a real Pre-Greek prothesis.
Middle Liddell
[Perh. from α copul., ὁδός; cf. ἀκόλουθος.]
a servant, attendant, Aesch.
Frisk Etymology German
ἄοζος: {áozos}
Forms: ἄοζοι· ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι H.
Grammar: m.
Meaning: ‘Diener (eines Gottes)’ (A. Ag. 231 [lyr.], Kall. Fr. 353 [= Del. 249?], IG 9: 1, 976 [Korkyra, metr.]).
Derivative: Ableitungen: ἀοζία ‘Bedienung (eines Gottes)’ (Epigr.); denominatives Verb ἀοζέω dienen (A. Fr. 54, H.). — Im selben Sinn ὄζος im ep. Ausdruck ὄζος Ἄρηος, falls = θεράπων Ἄ., vgl. ὀζεία (cod. ὀζειέα)· θεραπεία H.
Etymology: ὄζος Begleiter, mit ὄζος Ast homonym, kann wie dieses aus idg. *o-zd-o-, d. h. Präfix o- und Schwundstufe von sed- sitzen, auch Platz nehmen (vgl. ὁδός), entstanden sein, also eig. ‘comes, Begleiter’. ἄοζος kann ein verdeutlichendes α copulativum enthalten, vielleicht unter Einfluß von ἀοσσέω (s. d.), ἄοσσος. Brugmann IF 19, 379 gegen Schulze Q. 498, wo (mit Bernhardt und Pott, vgl. Curtius 241), formal etwas abweichend, aber an sich auch möglich ἄοζος aus *ἀσοδι̯ος erklärt wird. Vgl. auch Fraenkel Nom. ag. 1, 189.
Page 1,116