συναγερμός

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναγερμός Medium diacritics: συναγερμός Low diacritics: συναγερμός Capitals: ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ
Transliteration A: synagermós Transliteration B: synagermos Transliteration C: synagermos Beta Code: sunagermo/s

English (LSJ)

ὁ, gathering together, assembling, Poll.3.129, 9.142, Dam.Pr.108,401; ὁ λογισμὸς σ. μνήμης Porph. ap. Stob.1.49.54.

German (Pape)

[Seite 995] ὁ, Sammlung, Poll. 3, 129.

Greek (Liddell-Scott)

συναγερμός: -οῦ, ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν, συναθροισμός, συνάθροισις, Πολυδ. Γϳ, 129., Θϳ, 142· ὁ λογισμὸς σ. τῆς μνήμης Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1036.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α συναγείρω
συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.)
νεοελλ.
1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους
2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο
3.στρ. η κατά το δυνατόν ταχύτερη έγερση μονάδας, η ανάληψη τών όπλων και η θέση σε κατάσταση ετοιμότητας για δράση με σκοπό την απόκρουση αιφνίδιας εχθρικής επιδρομής
4. η σε έκτακτη ανάγκη αιφνίδια σύναξη της πυροσβεστικής και η προετοιμασία για δράση
5. συσκευή που τοποθετείται σε οίκημα ή σε όχημα με την οποία δίνεται προειδοποιητικό σήμα κινδύνου
6. βιολ. πρόσκαιρη αντίδραση ζώου σε απόκριση της άμεσης παρουσίας κινδύνου για το ίδιο ή τους συντρόφους του
7. φρ. «αντίδραση συναγερμού»
ιατρ. το πρώτο στάδιο του συνδρόμου προσαρμογής.