συναγερμός
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
ὁ, gathering together, assembling, Poll.3.129, 9.142, Dam.Pr.108,401; ὁ λογισμὸς σ. μνήμης Porph. ap. Stob.1.49.54.
German (Pape)
[Seite 995] ὁ, Sammlung, Poll. 3, 129.
Greek (Liddell-Scott)
συναγερμός: -οῦ, ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν, συναθροισμός, συνάθροισις, Πολυδ. Γϳ, 129., Θϳ, 142· ὁ λογισμὸς σ. τῆς μνήμης Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1036.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α συναγείρω
συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.)
νεοελλ.
1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους
2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο
3.στρ. η κατά το δυνατόν ταχύτερη έγερση μονάδας, η ανάληψη τών όπλων και η θέση σε κατάσταση ετοιμότητας για δράση με σκοπό την απόκρουση αιφνίδιας εχθρικής επιδρομής
4. η σε έκτακτη ανάγκη αιφνίδια σύναξη της πυροσβεστικής και η προετοιμασία για δράση
5. συσκευή που τοποθετείται σε οίκημα ή σε όχημα με την οποία δίνεται προειδοποιητικό σήμα κινδύνου
6. βιολ. πρόσκαιρη αντίδραση ζώου σε απόκριση της άμεσης παρουσίας κινδύνου για το ίδιο ή τους συντρόφους του
7. φρ. «αντίδραση συναγερμού»
ιατρ. το πρώτο στάδιο του συνδρόμου προσαρμογής.