ἰσάγγελος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἰσάγγελον, like an angel, Ev.Luc.20.36, Hierocl.in CA4p.425M.
German (Pape)
[Seite 1262] engelgleich, N. T. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal aux anges.
Étymologie: ἴσος, ἄγγελος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσάγγελος: равный ангелам NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάγγελος: -ον, = ἴσος ἀγγέλοις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 36· ἀγγελικός, Κλήμ. Ἀλ. σ. 120. - Ἐπίρρ. -λως, ἀγγελικῶς, Ἐκκλ.
English (Strong)
from ἴσος and ἄγγελος; like an angel, i.e. angelic: equal unto the angels.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰσάγγελος, -ον)
ίσος, όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ).
επίρρ...
ἰσαγγέλως (Μ)
σαν άγγελος, ομοια με άγγελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἄγγελος.
Greek Monotonic
ἰσάγγελος: -ον, όμοιος, ίσος με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἰσ-άγγελος, ον
like an angel, NTest.
Chinese
原文音譯:„s£ggeloj 衣士-昂給羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-信息者
字義溯源:像天使,和天使一樣,天使的;由(ἴσος)=相似)與((ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)。主耶穌對撒都該人講說,復活的人,不娶不嫁。不能再死,乃是和天使一樣( 路20:35,36)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 和天使一樣(1) 路20:36