ἐπεῖδον
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
English (LSJ)
aor. 2, inf. ἐπιδεῖν, with no pres. in use, ἐφοράω being used instead,
A look upon, behold, see, of evils, κακὰ πόλλ' ἐπιδόντα Il.22.61:—Med., ἐπιδόμενοι A.Supp.646 (lyr.); ἐπιδέσθαι E.Med.1414 (anap.); ἐπιδώμεθα Ar.Nu.289 (lyr.).
2 especially of the gods, look upon human affairs, Ζεὺς ἐπίδοι προφρόνως στόλον A.Supp.1 (anap.), cf. 145 (lyr.), 1030 (lyr.); νιν Ζεὺς ἐπίδοι κοταίνων Id.Th.485 (lyr.); Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ τὰς ἀπειλὰς αὐτῶν Act.Ap.4.29.
3 remain seeing, i.e. live to see, τὰ τέκνα Hdt.6.52, cf. X.Vect.6.1; experience, χαλεπά Id.An.3.1.13: with part. added, μηδ' ἐπίδοιμι τάνδ' ἀστυδρομουμέναν πόλιν A.Th.220 (lyr.), cf. Ag.1539 (lyr.); ἐπιδεῖν ἐρήμην τὴν πόλιν γενομένην Isoc.4.96; τὴν πατρίδα ἐπιδεῖν δουλεύουσαν D.18.205; αὐτὸς λωβηθεὶς καὶ τοὺς αὑτοῦ ἐπιδὼν παῖδας [λωβηθέντας] Pl.Grg. 473c.
German (Pape)
[Seite 910] inf. ἐπιδεῖν, aor. II. zu ἐφοράω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ao.2 de ἐφοράω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεῖδον: aor. 2 к ἐφοράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεῖδον: ἀπαρ. ἐπιδεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστ., ἀνθ’ οὗ εἶναι ἐν χρήσει τὸ ἐφοράω, θεῶμαι, βλέπω, κακὰ πόλλ’ ἐπιδόντ’ Ἰλ. Χ. 61· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἐπιδόμενοι Αἰσχύλ. Ἱκ. 648· ἐπιδέσθαι Εὐρ. Μήδ. 1414· ἐπιδώμεθα Ἀριστοφ. Νεφ. 289. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐπιβλέπω τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, Ζεὺς ἐπίδοι προφρόνως στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 1, πρβλ. 145, 1031· τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων ὁ αὐτὸς ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 485, πρβλ. ἐφοράω. 3) ζῶ ἕως οὗ ἴδω τι, ἐπιδόντα δὲ τὸν Ἀριστόδημον τὰ τέκνα, νούσῳ τελευτᾶν Ἡρόδ. 6. 52· πῶς οὐκ ἄξιον... τούτοις ἐγχειρεῖν, ἵνα ἔτι ἐφ’ ἡμῶν ἐπίδωμεν τὴν πόλιν μετ’ ἀσφαλείας εὐδαιμονοῦσαν; Ξεν. Πόροι 6.1. Tacit. Agric. ἐν τέλει: ἔχω τὴν κακὴν τύχην νὰ ἴδω, νὰ ὑποστῶ, πάντα τὰ χαλεπώτατα ἐπιδόντες... ὑβριζομένους ἀποθανεῖν Ξεν. Ἀν. 3.1, 13· εὔχομαι, πρὶν ταῦτα ἐπιδεῖν ὑφ’ ὑμῶν γενόμενα, μυρίας ἐμέ γε κατὰ γῆς ὀργυιὰς γενέσθαι αὐτόθι 7. 1, 30· προστιθεμένης μετοχῆς, μηδ’ ἐπίδοιμι τάνδ’ ἀστυδρομουμένην πόλιν, μηδὲ νὰ ζήσω νὰ ἴδω τὴν πόλιν ταύτην περιτρεχομένην ὑπὸ τῶν προσπαθούντων νὰ σωθῶσι πολιτῶν, Αἰσχυλ. Θήβ. 220, πρβλ. Ἀγ. 1539· ἐπιδεῖν ἐρήμην τὴν πόλιν γενομένην Ἰσοκρ. 60D· τὴν πατρίδα ἐπιδεῖν δουλεύουσαν Δημ. 296, 20· αὐτὸς λωβηθεὶς καὶ τοὺς παῖδας ἐπιδὼν λωβηθέντας Πλάτ. Γοργ. 473C.
English (Strong)
and other moods and persons of the same tense; from ἐπί and εἴδω; to regard (favorably or otherwise): behold, look upon.
Greek Monotonic
ἐπεῖδον: απαρ. ἐπ-ιδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση (στη θέση του χρησιμ. το ἐφοράω)·
1. παρατηρώ, βλέπω, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται για τους θεούς, επιβλέπω τα ανθρώπινα πράγματα, σε Αισχύλ.
2. εξακολουθώ να βλέπω, δηλ. ζω για να βλέπω, σε Ηρόδ.· δοκιμάζω, υποφέρω, υφίσταμαι, χαλεπά, σε Ξεν.
Middle Liddell
inf. ἐπ-ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, ἐφοράω being used instead.]
1. to look upon, behold, Il.; also in Mid., Eur., Ar.:—of the gods, to look upon human affairs, Aesch.
2. to continue to see, i. e. to live to see, Hdt.: to experience, χαλεπά Xen.
Chinese
原文音譯:™pe‹don 誒普-誒端
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-覺察
字義溯源:視為,眷顧,鑒察;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(οἶδα)*=看見)組成
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 求你鑒察(1) 徒4:29;
2) 眷顧(1) 路1:25