χρυσάορος
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
[ᾱ], ον, (ἄορ) = χρυσάωρ, with sword of gold, epithet of Apollo, Il.5.509, 15.256, Pi.P.5.104; also of Demeter, h.Cer.4; of Artemis, Orac. ap. Hdt.8.77; of Orpheus, Pi.Fr.139.9; so χρυσαορεύς, έως, of Zeus at Stratonicea, Str.14.2.25, cf. OGI234.24 (Delph., iii B. C.); also χρυσαόριος, CIG2720,2721 (Stratonicea): hence χρυσαορεῖς, οἱ, of a league formed by his worshippers, τὸ χρυσαορέων ἔθνος OGIl.c.12, cf. 111.8 (Egypt, ii B. C.); called τὸ χρυσαορικὸν σύστημα, Str.l.c.; cf. St.Byz. s.v. χρυσαορίς.
German (Pape)
[Seite 1379] wie χρυσάωρ, mit goldenem Schwerte, poet. Beiwort bes. der Götter, gew. des Apollo, Il. 5, 509. 15, 256 h. Apoll. 123 H. h. 27, 3 Pind. P. 5, 97; aber auch der Demeter, H. h. Cer. 4; der Artemis, Orak. bei Her. 8, 77; des Zeus, Strab. XIV, 660; des Orpheus, Pind. frg. 178. – Andere erkl. auch, da ἄορ, wie ὅπλον, jedes Geräth bedeuten könne, bei den verschiedenen Gottheiten auf verschiedene Weisen, bei Apoll mit goldenem Bogen oder goldener Kithara, bei der Demeter mit goldener Sichel, bei der Artemis mit goldenen Pfeilen, bei Zeus endlich vom Blitz, vgl. Heyne Apolld. 3, 10, 8 und Böckh explic. Pind. P. 5, 82 ff. p. 293. Für Homer u. die ältesten Dichter ist aber diese Erkl. sehr unwahrscheinlich, da ἄορ bei diesen nur das Schwert bedeutet; daß ein kriegerisches Volk auch die Göttinnen mit einem Schwerte schmückte, darf nicht auffallen, vgl. Voß zu H. h. Cer. 4. – [Α ist Orph. Lith. 545 kurz gebraucht, wo aber die Lesart schwankt und Herm. das Wort ganz tilgt.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'épée ou au glaive d'or.
Étymologie: χρυσός, ἀείρω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσάορος: (ᾱ) с золотым мечом или оружием (Ἀπόλλων Hom., HH, Pind.; Δημήτηρ HH; Ἄρτεμις Her.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῠσάορος: -ον, (ἄορ) ὡς τὸ χρυσάωρ, ὁ ἔχων χρυσοῦν ξίφος, χρυσοσπάθης, ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Ε. 509, Ο. 256, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 123, Πινδ. Π. 5. 140· ὡσαύτως τῆς Δήμητρος, Δήμητρος χρυσαόρου, ἀγλαοκάρπου Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4· τῆς Ἀρτέμιδος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· τοῦ Ὀρφέως, Πινδ. Ἀποσπ. 187· οὕτω χρυσαορεύς, έως, ἐπὶ τοῦ Διός, Στράβ. 600 παρ’ ᾧ ἀπαντῶσι καὶ τὰ ἐπίθετα χρυσαόρεως, -ειος, -ικός), καὶ χρυσαόριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2720, -21. ― Ἡ σημασία δυνατὸν νὰ διαφέρῃ κατὰ τὰς ἰδιότητας τῶν διαφόρων θεῶν, ― ἐπειδὴ ἴσως ἡ λέξις ἄορ, ὡς καὶ ἡ λέξις ὅπλον, σημαίνει πᾶν ὄργανον, οἷον τὸ δρέπανον τῆς Δήμητρος, τὸ τόξον τῆς Ἀρτέμιδος, τὸν κεραυνὸν τοῦ Διός, πρβλ. Heyne. εἰς Ἀπολλόδωρ. 3. 10, 2, Βöckh Expl. Pind. P. 5. 82 κἑξ., σ. 293. Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ ἡ γενικὴ αὕτη χρῆσις τῆς λέξεως ἄορ βεβαίως δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμήρῳ, τοιαῦται ἑρμηνεῖαι δὲν εἶναι πιθαναί· καὶ ἦτο φυσικὸς λαὸς πολεμικός, ὡς ἦσαν οἱ ἀρχαιότατοι Ἕλληνες, νὰ κοσμῇ ἕκαστον τῶν θεῶν αὐτοῦ διὰ τοῦ ξίφους, πρβλ. Θουκ. 1. 5, 6, Voss. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4. [ᾱ, πλὴν ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 545, καὶ αὐτοῦ δὲ ὁ Ἕρμαννος διώρθωσε χρυσόπατρος].
English (Slater)
χρῡσᾱορος = χρυσάωρ. χρυ[σάορος] παῖς (supp. Snell: χρυ[σαο]ραις G-H: Σ Hom. in P. Oxy. 1087. 25: hic Σ adfert adiectivorum exx., quorum casus nom. eandem formam exhibet atque genetivus adj. primarii ab eadem radice ducti) fr. 330.
Greek Monolingual
-ον, και ποιητ. τ. χρυσάωρ, -ορος, ὁ, ἡ, Α
(για θεούς) αυτός που έχει χρυσό ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άορος / -άωρ (< ἄορ / ἆορ «ξίφος»). Η άποψη, ωστόσο, ότι το β' συνθετικό του τ. ανάγεται στη λ. ἀήρ δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
χρῡσάορος: [ᾱ], -ον (ἄορ), όπως χρυσάωρ, αυτός που έχει χρυσό σπαθί, επίθ. του Απόλλωνα και άλλων θεών, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
Middle Liddell
χρῡσ-ά¯ορος, ον, [ἄορ]
like χρυσάωρ, with sword of gold, epithet of Apollo and other gods, Il., Hhymn., Pind.