ἀναμπλάκητος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ἀναμπλάκητον,
A unerring, unfailing, Κῆρες ἀνᾰπλάκητοι = spirits of death that never miss their mark S.OT 472 (lyr.).
2 of a man, without crime or without error, A.Ag.345, S.Tr. 120.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀναπλάκητος S.OT 472
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no yerra o fracasa Κῆρες ἀναπλάκητοι los Hados implacables S.OT l.c., τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον ᾍδα σφε δόμων ἐρύκει siempre hay algún dios que le libra de tropezar y caer en la mansión de Hades S.Tr.120.
2 que no desatina, que no causa ofensa c. dat. θεοῖς δ' ἀ. ... στρατός A.A.345.
German (Pape)
[Seite 198] nicht fehlend, nichtirrend, conj. Soph. Tr. 120, vgl. ἀναπλάκητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 infaillible, qui ne s'égare pas;
2 innocent.
Étymologie: ἀ, ἀμπλακεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμπλάκητος: (λᾰ)
1 не согрешивший, невиноватый (θεοῖς Aesch.);
2 безошибочно действующий, непогрешимый (Κῆρες Soph. - v.l. ἀναπλάκητος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμπλάκητος: -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, μὴ ἀποτυγχάνων, κῆρες ἀν., «ἀπλάνητοι, αἱ εἰς μηδὲν ἁμαρτάνουσαι, ἀλλὰ πάντων κρατοῦσαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 472, ἔνθα (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἤδη ἀναγινώσκεται ἀναπλάκητοι. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ 2) ὁ ἄνευ ἀμπλακήματος, ἀναμάρτητος, ἄπταιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, Σοφ. Τρ. 120.
Greek Monolingual
ἀναμπλάκητος, -ον (Α) ἀμπλακίσκω
1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος.
Greek Monotonic
ἀναμπλάκητος: ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,
1. αλάνθαστος, μη εσφαλμένος, σε Σοφ.
2. λέγεται για άνθρωπο, αναμάρτητος, χωρίς πταίσμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
1. unerring, unfailing, Soph.
2. of a man, without error or crime, Aesch., Soph.
Translations
infallible
Armenian: անսխալական; Belarusian: бясхі́бны, беспахі́бны, непамыльны, беспамылковы; Bulgarian: непогрешим, безпогрешен; Catalan: infal·lible; Chinese Mandarin: 萬無一失, 万无一失; Czech: neomylný; Danish: ufejlbarlig; Dutch: onfeilbaar; Esperanto: neeraripova; Finnish: erehtymätön; French: infaillible; Galician: infalible, infalíbel; German: unfehlbar; Greek: αλάνθαστος, αναμάρτητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀδιαμάρτητος, ἀδιάπταιστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάστροφος, ἀμετάπταιστος, ἀναμάρτητος, ἀναμπλάκητος, ἀνεξαπάτητος, ἀνεπίλειπτος, ἀπαράβατος, ἀπλάνητος, ἄπταιστος, ἅπταιστος, ἄφυκτος, νημερτής, πανατρεκής; Hungarian: tévedhetetlen; Italian: infallibile; Japanese: 間違いない, 無欠の, 無謬の, 完璧な; Manx: neushaghrynagh; Navajo: doo nidínéeshii; Norwegian: ufeilbarlig; Polish: nieomylny, niezawodny; Portuguese: infalível; Russian: непогрешимый, безошибочный; Serbo-Croatian: nepogrešiv, непогрешив; Slovak: neomylný; Spanish: infalible; Swedish: ofelbar; Turkish: yanılmaz, şaşmaz, mutlak, muhakkak; Ukrainian: непогрі́шний, непогрішимий, безпомилковий, непохибний
unerring
Bulgarian: верен, безпогрешен; Dutch: onfeilbaar,; Georgian: უშეცდომო; German: unfehlbar, untrüglich; Greek: αλάνθαστος; Ancient Greek: νημερτής; Hindi: अचूक; Icelandic: óskeikull; Manx: neushaghrynagh; Middle English: siker; Occitan: infalhible; Polish: nieomylny, niechybny; Russian: безошибочный; Serbo-Croatian Cyrillic: непогрѐшив, непогрјѐшив; Roman: nepogrèšiv, nepogrjèšiv