βόειος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
α, ον, Ep. and Ion. βόεος, η, ον
A (βόϝεον Glotta4.201 (Apulian vase) is dub.): (βοῦς):—of an ox or oxen, esp. of ox-hide, δέρμα βόειον Od.14.24; βοέοισιν ἱμᾶσιν Il.23.324; βοείας ἀσπίδας 5.452; βόεα κρέα Hdt.2.37,168; τὰ β. κρέα Pl.R. 338c; γάλα β. E.Cyc.218, Arist.HA521b33, Dsc.4.83, Porph.Abst.4.17; ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν, of Dionysus, Plu.2.364f: metaph., β. ῥήματα bull-words, Ar.Ra.924.
II βοείη or βοέη (sc. δορή), ἡ, ox-hide, ἀδέψητον βοέην Od.20.2, 142; βοὸς μεγάλοιο βοείην Il.17.389; ox-hide shield, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι ib.492; βοῶν τ' εὖ ποιητάων (contr. for βοέων) 16.636.
2 = βοεύς, λύσαντε βοείας h.Ap.487, cf. 503 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Il.17.389; jón.-ép. βόεος, -η, -ον Il.17.492, Od.20.2, Pi.P.4.234, Hdt.2.37; βόϝεος Glotta 4.1912.206 (Apulia, arc.); fem. contr. βοῆ Hsch.; cret. βοΐα ICr.4.65.6 (V a.C.); βοῖος Phot.β 192
• Morfología: [ép. plu. dat. fem. βοέῃς Il.l.c.]
I 1de res bovina, de vacuno, δέρμα Od.14.24, Plb.6.25.7, αὐχένες Pi.l.c., κρέα Hdt.l.c., 2.168, Hp.Int.16, Mul.2.121, Pl.R.338c, Gal.17(2).131, Artem.1.70, cf. POxy.1194.28 (III d.C.), Philostr.Gym.43, γαστήρ Hes.Th.539, κύστις Hp.Morb.2.59.2, κεφαλή Sch.D.T.531.37, ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν de Dioniso, representado a veces en forma de toro Carm.Pop.25.5
•de vaca γάλα E.Cyc.218, Hp.Morb.2.51, Int.46, Arist.HA 521b33, BGU 1055.17 (I a.C.), Dsc.4.83, Porph.Abst.4.17.
2 consistente en vacas πλοῦτος Longin.29.1, ἀγέλη Nonn.Par.Eu.Io.2.15.
3 hecho de piel de vaca ἀσπίδες Il.5.452, ἱμάντες Il.23.324, Hp.Fract.13, ἀσκοί Aen.Tact.32.3.
4 propio de una vaca o de un buey, de donde bestial, enorme ῥήματ' ἂν βόεια δώδεκ' εἶπεν soltaría una docena de palabras enormes como bueyes Esquilo según Eurípides, Ar.Ra.924, neutr. como adv. ἀλόϝη ... βόϝεον Βλαμίνι(ν) τὰς πλε(υ)ράς machacó a Flaminio las costillas como lo haría un buey, e.e., con una fuerza bestial, Glotta l.c.
II subst. ἡ β.
1 piel de buey ἀδέψητος Od.20.2, 142, cf. Il.17.389, ICr.4.65.6 (V a.C.), usada como escudo Il.17.492, Orph.A.1337, Nonn.D.13.306, Hsch.
2 náut. driza correa de piel usada para izar o arriar la vela λύσαντε βοείας h.Ap.487, cf. 503; cf. βοεύς.
German (Pape)
[Seite 451] ion. u. poet. auch βόεος, vom Ochsen, Iliad. 23, 777 ὄνθου βοέου, Odyss. 14, 24 δέρμα βόειον; aus der Ochsenhaut gemacht, von Rindsleder, rindstedern, Iliad. 22, 397 βοέους ἱμάντας, 23, 324 βοέοισιν ἱμᾶσιν, 4, 122 νεῦρα βόεια, 5, 452. 12, 425 βοείας ἀσπίδας, Odyss. 24, 228 βοείας κνημῖδας; – αὐχένες βόεοι Pind. P. 4, 234; κρέας, Rindfleisch, Her. 2, 168; γάλα, Kuhmilch, Eur. Cycl. 217; βόεια ῥήματα Ar. Ran. 922, gleichsam »ochsige«, Schol. μεγάλα καὶ ὑπερήφανα.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui provient d'un bœuf : δέρμα βόειον OD peau de bœuf;
2 fait de peau de bœuf : βόεαι ἀσπίδες IL boucliers faits de peau de bœuf ; ἡ βοείη (ion.) peau de bœuf travaillée.
Étymologie: βοῦς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόε(ι)ος -α -ον, ep. en Ion. βόεος βοῦς Hom. gen. plur. f. contr. βοῶν, dat. βοέῃσι, van een rund, runder-; overdr..; ῥήματ’ ἂν βόεια δώδεκ’ εἶπεν dan zou hij een dozijn woorden als koeien (d.w.z. enorme woorden) gezegd hebben Aristoph. Ran. 924; subst. runderhuid; Il. 17.389; leren schild. Il. 18.582.
Russian (Dvoretsky)
βόειος:
1 бычачий, воловий (δέρμα Hom.; κρέα Plat.): βόεια ῥήματα ирон. Arph. бычачьи, т. е. длинные слова;
2 коровий (γάλα Eur., Arst.);
3 из воловьей кожи (ἀσπίδες Hom.).
Middle Liddell
βοῦς
of an ox or oxen, especially of ox-hide, Hom.; βόεα κρέα Hdt.; γάλα βόειον cows milk, Eur.; metaph., βόεια ῥήματα great bull- words (cf. βούπαις, etc.), Ar.
English (Autenrieth)
(βοῦς): of an ox or of oxen; δέρμα, νεῦρα, and (‘of oxhide,’ ‘leather’) ἱμάντες, κνημῖδες, Od. 24.228.—As subst., βοείη, βοέη, ox-hide, hide.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βόειος, -α, -ον) βους
ο βοδινός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. βοείη ή βοέη
δέρμα βοδιού, ασπίδα από δέρμα βοδιού
2. «βόεια ρήματα» — περήφανα, μεγάλα λόγια.
Greek Monotonic
βόειος: -α, -ον Ιων. βόεος, -η, -ον (βοῦς),
I. αυτός που ανήκει σε βόδι ή βόδια, ιδίως αυτός που προέρχεται από δέρμα βοδιού, σε Όμηρ.· βόεα κρέα, σε Ηρόδ.· γάλα βόειον, το γάλα της αγελάδας, σε Ευρ.· μεταφ., βόεια ῥήματα, «μεγάλα και παχιά» λόγια (πρβλ. βούπαις κ.λπ.), σε Αριστοφ. II.=βοείη ή βοέη (ενν. δορή), ἡ, προβιά βοδιού, ασπίδα φτιαγμένη από τομάρι βοδιού, σε Όμηρ.· γεν. πληθ., βοῶν· συνηρ. αντί βοέων, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
βόειος: Ἐπ. καὶ Ἰων. βόεος, α, ον· (βοῦς) · ― ἐκ βοὸς ἢ βοῶν· ἰδίως ἐκ δέρματος βοός, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τοὺς δύο τύπους, δέρμα βόειον Ὀδ. Ξ. 24· βοέοισιν ἱμᾶσιν Ἰλ. Ψ. 324· βοείας ἀσπίδας Ε. 452· βόεα κρέα Ἡρόδ. 2. 37, 168· τὰ βόεια κρέα Πλάτ. Πολ. 338C· γάλα βόειον, ἀγελάδος, Εὐρ. Κύκλ. 218· τὸ βόειον γάλα Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 20, 14· μεταφ., βόεια ῥήματα, λόγοι μεγάλοι καὶ ὑπερήφανοι ("χονδρά, παχιὰ λόγια"), (πρβλ. βούπαις, κτλ.), Ἀριστοφ. Βατρ. 924. ΙΙ. = βοείη ἢ βοέη (ἐνν. δορή), ἡ, δέρμα βοός, ἀδέψητον βοέην Ὀδ. Υ. 2, 142, πρβλ. Χ. 364· βοὸς μεγάλοιο βοείην Ἰλ. Ρ. 389· ἀσπὶς ἐκ δέρματος βοός, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι Ρ. 492· βοῶν τ' εὖ ποιητάων (συνῃρ. ἀντὶ βοέων) Π. 636· ἴδε ἑπόμ. καὶ πρβλ. ἱερεῖον 2)=βοεύς, λύσαντε βοείας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 487, πρβλ. 503· ὁ Βουττμ. προὔτεινε τὴν γραφὴν βοῆας.