ὀλολυγών

From LSJ
Revision as of 22:25, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολῡγών Medium diacritics: ὀλολυγών Low diacritics: ολολυγών Capitals: ΟΛΟΛΥΓΩΝ
Transliteration A: ololygṓn Transliteration B: ololygōn Transliteration C: ololygon Beta Code: o)lolugw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ,
A croaking of the male frog, Arist.HA536a11, Ael.NA9.13; note of water-creatures, ib.6.19.
II in Theoc.7.139, Arat.948, an unknown animal, evidently named from its note: some take it for a small owl, others for a singing bird, others again for the tree-frog; cf. Eub.104, Theophrastus Sign.42, AP5.291.5 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 325] ῶνος, ἡ, wie ὀλολυγή, 1) jedes laute Geschrei, sowohl der Klage als der Freude. Bes. der Liebesruf der männlichen Frösche, vgl. Arist. H. A. 4, 9; Plut. sol. an. 34. – 2) ein von seiner Stimme so genanntes Tier; Theocr. 7, 139; τρύζει, Arat. 948; Agath. 25 (V, 292); Eubul. bei Ath. XV, 679 b; Ael. H. A. 6, 19; nach Einigen ein Sprosser, od. das Käuzlein, od. der Laubfrosch, wie nach Theon zu Arat. Einige erklärten ζῷον λιμναῖον. Vgl. noch Parthen. 11.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
1 cri aigu de certaines grenouilles;
2 sorte de chouette, oiseau ou, selon d'autres, de grenouille, animal.
Étymologie: ὀλολύζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀλολῡγών: ῶνος ὁ
1 кваканье лягушек-самцов Arst., Plut.;
2 неизвестное нам животное, предполож. сыч, по по друг. - древесная лягушка Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολῡγών: -όνος, ἡ, (ὀλολύζω) ἡ κραυγὴ τοῦ ἄρρενος βατράχου ὅταν ἀνακαλῆται τὴν θήλειαν πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Αἰλ. π. Ζ. 9. 13. ΙΙ. ἐν Θεοκρ. 7. 139, Ἀράτ. 948, ἄγνωστόν τι ζῷον, φανερῶς ὀνομασθὲν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς μικρὰν γλαῦκα, ἕτεροι ὡς κίχλην καὶ ἄλλοι ὡς βάτραχον· πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 6, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀλολυγών· ζῳύφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ [καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον]».

Greek Monolingual

ὀλολυγών, -όνος, ἡ (Α)
1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα
2. η ερωτική κραυγή του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῦσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», Αριστοτ.)
2. είδος ζώου που ονομάστηκε έτσι από τη φωνή του, πιθ. η μικρή κουκουβάγια ή η τσίχλα ή ο βάτραχος («ἁ δ' ὀλολυγῶν τηλόθεν ἐν πυκιναῑσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», Θεόκρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλολυγών
ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλολυγ- του ὀλολύζω (πρβλ. ὀλολυγή) + κατάλ. -ών, -όνος (πρβλ. αηδών, αρηγών)].

Greek Monotonic

ὀλολῡγών: -όνος, ἡ (ὀλολύζω), άγνωστο ζώο, που πήρε το όνομά του από τη χροιά της φωνής του· πιθ., είδος κουκουβάγιας, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὀλολῡγών, όνος, ἡ, ὀλολύζω
an unknown animal, named from its note: prob. a kind of owl, Theocr.