παναίολος
Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht
English (LSJ)
παναίολον,
A shot with many colours, glancing, ζωστήρ 4.186, 215, 10.77; θώρηξ 11.374; σάκος 13.552, Hes.Sc.139; star-spangled, παναίολος οὐρανός Orph.H.4.7, Fr.238.
II metaph., manifold, βάγματα A.Pers.636 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 456] (vgl. αἰόλος), ganz schimmernd, bunt, od. leicht beweglich, leicht zu tragen; ζωστήρ, Il. 4, 188, öfter; auch σάκος, 13, 552; Hes. Sc. 139; sp. D., κρητήρ, Orph. Arg. 582; bei Aesch. sind τὰ παναίολ' αἰανῆ βάγματα sehr mannigfaltige, Pers. 627.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de couleurs, de ciselures ou de broderies tout à fait variées;
2 fig. aux sons variés de toutes sortes en parl. de lamentations.
Étymologie: πᾶν, αἰόλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναίολος -ον [πᾶς, αἰόλος] helemaal schitterend; overdr. bont:. τὰ π. βάγματα de bonte uitroepen Aeschl. Pers. 636.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναίολος:
1 переливающийся (сверкающий) разными цветами, переливчатый, многоцветный (ζωστήρ, θώρηξ Hom.; σάκος Hes.);
2 разнообразнейший, различнейший, всевозможный (βάγματα Aesch.).
English (Autenrieth)
all-gleaming, glancing. (Il.)
Greek Monolingual
παναίολος, -ον (Α)
1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα
2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.)
3. πολυειδής, πολλαπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰόλος «ευμετάβολος»].
Greek Monotonic
πᾰναίολος: -ον, I. επίθ. για τον στρατό, είτε πολυποίκιλος, αστραφτερός ή αρκετά ελαφρύς, ευκίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., ποικίλος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναίολος: -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν ὅλως ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. αἰόλος. ΙΙ. μεταφορ., πολυειδής, ποικίλος, βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635.
Middle Liddell
πᾰν-αίολος, ον,
I. epithet of armour, either all-variegated, sparkling, or, quite light, easily-moved, Il.
II. metaph. manifold, Aesch.
Translations
multicolored
Armenian: բազմերանգ, բազմագույն, գույնզգույն; Bulgarian: многоцветен; Chinese Mandarin: 斑斕/斑斓, 五顏六色/五颜六色, 多色, 五彩; Danish: flerfarvet; Dutch: bont, bonte, veelkleurig, veelkleurige, meerkleurig; English: many-colored, many-coloured, multicolored, multi-colored, multicoloured, multi-coloured; Esperanto: multkolora, bunta; Finnish: monivärinen; French: multicolore; Galician: multicolor, pégaro; Georgian: ჭრელი, ფერადი; German: bunt, vielfarbig, mehrfarbig; Greek: πολύχρωμος; Ancient Greek: εὐποίκιλος, παναίολος, ποικίλος, ποικιλόχροος, ποικιλόχρους, πολύχροον, πολύχροος, πολύχρους, πολυχρώματος, πολύχρωμος, πουλύχροος; Hindi: बहुरंगी; Hungarian: tarka, sokszínű; Irish: dathannach, ildathach; Italian: multicolore; Japanese: 多色の, 多彩な; Latin: multicolor; Malay: pancawarna; Manx: yl-daahagh; Maori: kanorau; Norwegian Bokmål: flerfarget, flerfarga; Nynorsk: fleirfarga; Plautdietsch: bunt; Polish: różnobarwny, wielokolorowy, wielobarwny, różnokolorowy; Portuguese: multicor, multicolor, multicolorido; Quechua: ñawra, pillqu; Romanian: multicolor; Russian: многоцветный, многокрасочный, разноцветный, пёстрый; Scottish Gaelic: iol-ghnèitheach; Spanish: multicolor, variopinto; Swedish: flerfärgad, mångfärgad; Tagalog: tulik; Turkish: ala; Zazaki: rengareng