τίτανος
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
[ῐ], also τέτανος, Hsch., ἡ, a white earth, prob. gypsum, Hes.Sc.141, Luc.Hist.Conscr.62, Alex.21: also, chalk, lime, Arist.Mete. 383b8, 389a28; mixed with χάλιξ, Str.5.4.6; τ. ἐσβεσμένη Aret.CA 2.3; opp. τ. ζῶσα Aët.1.393; οἴκου τὴν ἐκ τῆς τ. διασῴζοντος ποιότητα (a cause of insanity) Gal.16.531; τ. ὕδατι βραχεῖσα Id.18(2).202; λαβὼν τ. θερμὴν φύρασον ὄξει PHolm.4.9: meaning indeterm. in Poll.7.124; τ. μέλαινα Hippiatr.80; tetanos, = galbanus, Glossaria: also, marble-scrapings, Luc.Somn.6. (Perh. from the Thessalian placename Τίτανος, cf. Τιτάνοιό τε λευκὰ κάρηνα Il.2.735, not conversely as Sch.Il.l.c.)
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, Kalk, auch Gyps, Hes. Sc. 141; überh. weiße Erde, Kreide; auch das Abgeschabte von Marmor, Luc. Somn. 6. S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 chaux;
2 marbre, éclat de marbre.
Étymologie: DELG origine obscure, pê emprunt.
Russian (Dvoretsky)
τίτᾰνος: (ῐ) ἡ гипс Hes.; известь или мел Arst.; меловая пыль Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τίτᾰνος: [ῐ], ἡ, λευκή τις γῆ, πιθανῶς γύψος, gypsum, τιτάνῳ λευκῷ τ’ ἐλέφαντι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 141· ὡσαύτως, ζῶσα ἄσβεστος καὶ ἐσβεσμένη, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11., 4. 11, 1, Πολυδ. Ζ΄, 124· ὡσαύτως, κόνις ἐκ πελεκωμένων ἢ ξυομένων μαρμάρων, τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἦν ὁ θεὸς ὁπότε ξέοι τοὺς λίθους Λουκ. Ἐνύπν. 6· ἔνδοθεν μὲν κατὰ τῶν λίθων τὸ αὑτοῦ ὄνομα ἔγραψεν· ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας ἐπέγραψε τοὔνομα τοῦ τότε Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τίτανος· καὶ κονία, ἄσβεστος· οἱ δέ τι γύψου χρῖσμα»· - «Ὅμηρος μὲν κονίην λέγει τὴν ἁπλῶς κόνιν· οἱ δὲ μεθ’ Ὅμηρον τὴν τίτανον» Εὐστ. εἰς Ἰλ. 382, 36, κλπ. Ἴσως ἐκ τοῦ θεσσαλικοῦ ὄρους Τίτανος· - Τιτάνοιό τε λευκὰ κάρηνα Ἰλ. Β. 735, - ὡς τὸ Λατ. creta, κρητὶς ἐκ τοῦ ὀνόματος τῆς νήσου Κρήτης).
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και τίτανις, -άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α
(λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.)
αρχ.
1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ' ἐλέφαντι», Ησίοδ.)
2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῖος, οπότε ξέοι τοὺς λίθους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το αρχ. ινδ. śvitna- «υπόλευκος».].
Greek Monotonic
τίτᾰνος: [ῐ], ἡ, λευκό χώμα, πιθανόν γύψος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
τῐ́τᾰνος, ἡ,
a white earth, chalk or gypsum, Hes.
Frisk Etymology German
τίτανος: {títanos}
Grammar: f.
Meaning: Kalk, Gips, Kreide, Marmorabfall (Hes. Sc. 141, Arist., Str., Mediz. u.a.);
Derivative: auch τίτανις f. (Mediz.); τίτανος und τέτανος· κονία, χρίσμα, ἄσβεστος H. Davon τιτανωτὴ χρόα· γυψωτὴ ἢ λευκόχροος, τιτανωμένας· γεγυψωμένας H.
Etymology: Technisches Wort unbekannten Ursprungs, ohne Zweifel LW wie die Mehrzahl der Ausdrücke für Kalk u.ä. (Schrader-Nehring Reallex. 1, 552). Hypothese von Reichelt IF40, 47 (zustimmend Krahe ZONF 11, 78, Osthoff ebd. 13, 1ff, Merlingen Μν. χάριν 2, 57): als Erbwort zu aind. śvitná- weißlich; dazu noch ON Τιτάνη, äol. lak. Πιτάνη und, mit abweichendem Anlaut, κίττανος· ἡ κονιακὴ τίτανος H. (Kreuzung mit κόνις?).
Page 2,904