κακοφραδία

From LSJ
Revision as of 21:45, 25 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏до̄ст; Roman: lȕdōst;" to "Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏до̄ст; Roman: lȕdōst; Spanish: locura;")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοφρᾰδία Medium diacritics: κακοφραδία Low diacritics: κακοφραδία Capitals: ΚΑΚΟΦΡΑΔΙΑ
Transliteration A: kakophradía Transliteration B: kakophradia Transliteration C: kakofradia Beta Code: kakofradi/a

English (LSJ)

Ion. κακοφραδίη, ἡ, folly, κακοφραδίῃσι τιθήνης h.Cer.227: sg., Nic.Th.348, Q.S.12.554.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, schlechte Denkart, Torheit, Unverstand, H. h. Cer. 227 u. sp. D., wie Nic. Th. 348 Qu. Sm. 12, 554.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοφρᾰδία: ион. κᾰκοφρᾰδίη ἡ безрассудство: κακοφραδίῃσί τινος HH по чьему-л. недомыслию.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφρᾰδία: Ἰων. κακοφραδίη, ἡ, κακὴ σκέψις, ἀνοησία, ἄνοια, μωρία, κακοφραδίῃσι τιθήνης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 227, πρβλ. Νικ. Θηρ. 348, Κόϊντ. Σμ. 12. 554.

Greek Monolingual

κακοφραδία, ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) κακοφραδής
(ποιητ. λ.) κακή σκέψη, ανοησία, μωρία, άνοια.

Greek Monotonic

κᾰκοφρᾰδία: Ιων. κακοφραδίη, ἡ, κακή σκέψη, ανοησία, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κᾰκοφρᾰδία, ἡ,
badness of counsel, folly, Hhymn.

Translations

folly

Armenian: հիմարություն; Bulgarian: глупост; Dutch: dwaasheid, domheid, stommiteit; Esperanto: malsaĝeco; Finnish: mielettömyys, hulluus, typeryys; French: folie, sottise; Galician: folía; German: Torheit, Narrheit, Dummheit, Tollheit, Aberwitz, Verrücktheit; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐌹𐌸𐌰, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌳𐌴𐌹; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀγνωμοσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἄνοια, ἀνοίη, ἀπειραγαθία, ἀπόρρευσις, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσύνετος, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἠλιθιότης, κακοφραδία, κακοφραδίη, κακοφροσύνη, ματαιότης, μάτη, ματία, μωρία, μωρίη, τὸ ἄφρον, τὸ μωρόν, τὸ μῶρον, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φρενοβλάβεια; Hebrew: אִוֶּלֶת / איוולת‎; Hungarian: butaság, ostobaság; Irish: díchiall, amaidí; Italian: follia, stravaganza; Latin: stultitia, fatuitas; Latvian: neprātība, neprātīgums; Manx: anchreeaght; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: bobeira; Romanian: prostie; Russian: глупость, недомыслие, дурь, блажь, безрассудство; Scottish Gaelic: amaideachd, amaideas; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏до̄ст; Roman: lȕdōst; Spanish: locura; Swedish: dåraktighet, dårskap