μεταμείβω
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
Dor. πεδαμείβω,
A exchange, change, ἐσλὸν πήματος good for ill, Pi.O.12.12; [οἱ ἐχῖνοι] μ. τὰς ὀπάς Arist.HA612b6.
2 change to another form, ἐκ βοὸς… μετάμειβε γυναῖκα Mosch.2.52; μ. φρένα Nonn. D. 4.182.
3 remove, τινὰ Λαμνόθεν dub. cj. in Pi.P.1.52; γᾶν τέκνων τέκνοις μ. hand down land to children's children, E.HF 796 (lyr.).
II Med., change one's condition, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων having escaped from... Pi.P.3.96: abs., μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ in turns, Id.N.10.55.
2 c. acc., μεταμείβεσθαί τινί τι to change one thing for another, E.Ph.831 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 150] umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς πάλιν μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλάξ, abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων χάριν Διός, P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα πόλις, Eur. Phoen. 838.
French (Bailly abrégé)
changer :
1 changer, échanger;
2 transformer;
Moy. μεταμείβομαι;
1 échanger, prendre ou recevoir en échange;
2 se remplacer, se succéder l'un l'autre.
Étymologie: μετά, ἀμείβω.
Russian (Dvoretsky)
μετᾰμείβω: дор.-эол. πεδᾰμείβω тж. med.
1 обменивать (ἐσλὸν πήματος Pind.); менять (τὰς ὀπὰς ἐν τῇ γῇ, Arst.): μεταμειβόμενοι Pind. чередуясь; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβόμενος Eur. прошедший через длинную вереницу всяческих преуспеяний;
2 передавать по наследству (γᾶν τέκνων τέκνοις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μετᾰμείβω: Δωρ. πεδ-· μελλ. -ψω· ― μεταλλάσω, ἀνταλάσσω, ἐσθλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ, ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἀντὶ τῶν παθημάτων ἔσχον μεγάλην εὐτυχίαν, Πινδ. Ο. 12. 18· μεταβαλλόντων βορέων καὶ νότων οἱ... ἐν τῇ γῇ [ἐχῖνοι] τὰς ὀπὰς αὐτῶν μεταμείβουσι, μεταλλάσουσι, ἀλλάσσουσι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 9. 6, 10. 2) μεταβάλλω εἰς ἄλλην μορφήν, ἀλλοιῶ, ἐκ βοός... πάλιν μετάμειβε γυναῖκα Μόσχ. 2. 52· μ. φρένα τινὶ Νόνν. Δ. 4. 182. 3) μετάγω, μεταφέρω, τινὰ Λημνόθεν Πινδ. Π. 1. 100 (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Böckh 53)· γᾶν τέκνων τέκνοις μεταμείβει, μεταβιβάζει τὴν γῆν εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 796. ΙΙ. Μέσ., μεταβάλλω κατάστασιν, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων, ἀπαλλαγέντες ἐκ τῶν προτέρων αὐτῶν παθημάτων..., Πινδ. Π. 3. 169· ἀπολύτως, μεταμειβόμενοι δ’ ἐναλλὰξ ἁμέραν, ἐκ διαδοχῆς ἐναλλάσσοντες τὰς ἡμέρας, ὁ αὐτ. Ν. 10. 103. 2) μετ’ αἰτ., μυριάδας δ’ ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβομένη πόλις, μυριάδας δ’ ἀγαθῶν λαμβάνουσα ἡ πόλις ἀλλεπαλλήλως, Εὐρ. Φοίν. 831.
English (Slater)
μετᾰμείβω med., intrans., change ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων Peleus and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)
Greek Monolingual
μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α)
1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.)
2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῖκα», Μόσχ.)
3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει», Ευρ.)
4. μέσ. μεταμείβομαι
μεταβάλλω κατάσταση απαλλασσόμενος από κάτι («ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμείβω «ανταλλάσσω»].
Greek Monotonic
μετᾰμείβω: Δωρ. πεδ-, μέλ. -ψω,
I. 1. μεταβάλλω, ἐσλθὸν πήματος, καλό για αρρώστια, σε Πίνδ.
2. τροποποιώ, ἐκ βοὸς μεταμεῖβε γυναῖκα, σε Μόσχ.
3. γᾶν τέκνοις μεταμείβω, κληροδοτώ τη γη στα παιδιά μου, σε Ευρ.
II. 1. Μέσ., μεταβάλλω την κατάστασή μου, δραπετεύω, σε Πίνδ.· μεταμειβόμενοι, διαδοχικώς, στον ίδ.
2. με αιτ., μεταμείβω τί τινι, αλλάζω κάτι για κάτι άλλο, σε Ευρ.
Middle Liddell
doric πεδ fut. ψω
I. to exchange, ἐσλὸν πήματος good for ill, Pind.
2. to change to another form, ἐκ βοὸς μετάμειβε γυναῖκα Mosch.
3. γᾶν τέκνοις μ. to hand down land to children, Eur.
II. Mid. to change one's condition, to escape, Pind.; μεταμειβόμενοι in turns. Pind.
2. c. acc., μ. τί τινι to change one thing for another, Eur.