οἴδησις
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
-εως, ἡ, swelling, fermenting, τῶν θυμουμένων Pl.Ti.70c; puffiness, διαφέρει οἴ. εὐεξίας Phld.Vit.p.27 J.; of dropsy, Hippiatr. 38.
German (Pape)
ἡ, das Anschwellen; τῶν θυμουμένων, Plat. Tim. 70c; Suid. erkl. φλεγμονή, φύσημα.
Russian (Dvoretsky)
οἴδησις: εως ἡ набухание, нарастание (τῶν θυμουμένων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
οἴδησις: ἡ, φούσκωμα, βρασμός, τῶν θυμουμένων Πλάτ. Τίμ. 70C· οἰδήσεις κυμάτων Ἰσ. Πηλουσ. Ἐπ. 17Α. - Κατὰ Σουΐδ. «οἴδησις, φλεγμονή, φύσημα», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «οἰδήσεις· ἐπάρματα».
Greek Monolingual
οἴδησις, ἡ (ΑΜ)
όγκωση, φούσκωμα
αρχ.
1. μτφ. ψυχικός αναβρασμός («οἴδησις τῶν θυμουμένων», Πλάτ.)
2. η νόσος υδρωπικία.
English (Woodhouse)
Translations
swelling
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: gonflement; Galician: inchazo, inchazón; German: Anschwellen, Anschwellung, Schwellung; Greek: πρήξιμο, διόγκωση, οίδημα; Ancient Greek: ἀποίδησις, ἄσκωμα, βύκτης, διόγκωσις, διοίδησις, ἔξαρμα, ἐξόγκωμα, ἐξόγκωσις, ἐξοίδησις, ἐπανάστημα, ἔπαρμα, ἔπαρσις, ἐποίδησις, κανθύλη, κύρτωμα, ὄγκωμα, οἴδημα, οἴδησις, οἶδμα, οἶδος, παράπρισις, παροίδησις, πρῆγμα, πρηδών, πρῆσμα, σπάργησις, τύλη; Irish: at; Italian: gonfiore, gnocco; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: tumor, tumiditas, tumentia; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش; Pashto: غومبه, پړسوب; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: inchaço, inchação; Romanian: umflare, umflătură; Russian: опухание, опухоль, припухлость; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: inflamación, hinchazón; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: گادازا, دوماق, ئۇچقۇن, ئۇششۇق, ئىششىق