ἀποίδησις
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
-εως, ἡ, swelling, ὑφάλον γῆς Str.1.3.10 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ levantamiento τῆς ὑφάλου γῆς Str.1.3.10 (cj.).
German (Pape)
[Seite 304] ἡ, das Nachlassen einer Geschwulst, Hippocr.; vgl. Strab. 1, 3, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
soulèvement (de la terre au fond de la mer).
Étymologie: ἀποιδέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποίδησις: -εως, ἡ, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἀνάδησις, Στράβ. 54.
Greek Monolingual
ἀποίδησις, η (Α) αποιδώ
φρ. «ἀποίδησις ὑφάλου γῆς» — ανύψωση του εδάφους.
Greek Monotonic
ἀποίδησις: -εως, ἡ, καταπράυνση οιδήματος, υποχώρηση πρηξίματος, σε Στράβ.
Middle Liddell
abatement of a swelling, Strab.
Translations
swelling
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: gonflement; Galician: inchazo, inchazón; German: Anschwellen, Anschwellung, Schwellung; Greek: πρήξιμο, διόγκωση, οίδημα; Ancient Greek: ἀποίδησις, ἄσκωμα, βύκτης, διόγκωσις, διοίδησις, ἔξαρμα, ἐξόγκωμα, ἐξόγκωσις, ἐξοίδησις, ἐπανάστημα, ἔπαρμα, ἔπαρσις, ἐποίδησις, κανθύλη, κύρτωμα, ὄγκωμα, οἴδημα, οἴδησις, οἶδμα, οἶδος, παράπρισις, παροίδησις, πρῆγμα, πρηδών, πρῆσμα, σπάργησις, τύλη; Irish: at; Italian: gonfiore, gnocco; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: tumor, tumiditas, tumentia; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش; Pashto: غومبه, پړسوب; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: inchaço, inchação; Romanian: umflare, umflătură; Russian: опухание, опухоль, припухлость; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: inflamación, hinchazón; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: گادازا, دوماق, ئۇچقۇن, ئۇششۇق, ئىششىق