παλλακίς
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
[ᾰ], ίδος, ἡ, concubine, opp. lawful wife (ἄκοιτις), Il.9.449,452; ὠνητὴ π. Od. 14.203, cf. LXX Jb. 19.17, Heroph. ap. Sor.2.53 (dub. l.), etc.; π. δούλη AP3.3 (Inscr. Cyzic.); ἐκ προγόνων παλλακίδων, of ritual prostitution, BCH7.276 (Tralles). παλλακός, ὁ, minion, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 452] ίδος, ἡ, = παλλακή, Kebsweib, Beischläferinn, im Ggstze zur rechtmäßigen Gattinn, Il. 9, 449. 452; häufig eine gekaufte Sklavinn, Od. 14, 203 u. Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. παλλακή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλλακίς -ίδος, ἡ [~ παλλακή] concubine.
Russian (Dvoretsky)
παλλᾰκίς: ίδος (ῐδ) ἡ Hom., Anth. = παλλακή.
Greek (Liddell-Scott)
παλλᾰκίς: -ίδος, ἡ, παλλακή, ἐρωμένη, Λατ. pellex, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν νόμιμον σύζυγον (ἄκοιτιν), Ἰλ. Ι. 449. 452· συχν. ἀργυρώνητος δούλη, ὡς ἐν Ὀδ. Ξ. 203· π. δούλη Ἀνθολ. Π. 3. 3. Πρβλ. παλλακή.
English (Autenrieth)
ίδος: concubine.
Greek Monolingual
παλλακίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. παλλακίδα.
Greek Monotonic
παλλᾰκίς: -ίδος, ἡ, παλλακίδα, μαιτρέσα, ερωμένη, Λατ. pellex, αντίθ. προς τη νόμιμη γυναίκα (κουριδίη ἄλοχος), σε Όμηρ. (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως πάλλαξ= νεανίς).
Middle Liddell
παλλᾰκίς, ίδος, ἡ,
a concubine, mistress, Lat. pellex, opp. to a lawful wife (κουριδίη ἄλοχοσ), Hom. [Prob. from same Root as παλλάς = νεᾶνις.]
Mantoulidis Etymological
-ίδος (=ἐρωμένη, φιλενάδα) ἀντίθετα μέ τή νόμιμη σύζυγο (ἄκοιτις). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως ἀπό ἀρχαιότ. καί πιθ. προελλην. ἤ ἀσιατ. ρίζα πού σημαίνει νεανίας, νεᾶνις, νεαρά γυνή· ὁμόρρ. πάλληξ (=νεαρός), παλλάκιον (=νεαρός), πάλλας (=νέος), παλλακός (=ἐρώμενος).