παλλακίς

From LSJ
Revision as of 14:14, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλλᾰκίς Medium diacritics: παλλακίς Low diacritics: παλλακίς Capitals: ΠΑΛΛΑΚΙΣ
Transliteration A: pallakís Transliteration B: pallakis Transliteration C: pallakis Beta Code: pallaki/s

English (LSJ)

[ᾰ], ίδος, ἡ, concubine, opp. lawful wife (ἄκοιτις), Il.9.449,452; ὠνητὴ π. Od. 14.203, cf. LXX Jb. 19.17, Heroph. ap. Sor.2.53 (dub. l.), etc.; π. δούλη AP3.3 (Inscr. Cyzic.); ἐκ προγόνων παλλακίδων, of ritual prostitution, BCH7.276 (Tralles). παλλακός, ὁ, minion, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 452] ίδος, ἡ, = παλλακή, Kebsweib, Beischläferinn, im Ggstze zur rechtmäßigen Gattinn, Il. 9, 449. 452; häufig eine gekaufte Sklavinn, Od. 14, 203 u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. παλλακή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλλακίς -ίδος, ἡ [~ παλλακή] concubine.

Russian (Dvoretsky)

παλλᾰκίς: ίδος (ῐδ) ἡ Hom., Anth. = παλλακή.

Greek (Liddell-Scott)

παλλᾰκίς: -ίδος, ἡ, παλλακή, ἐρωμένη, Λατ. pellex, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν νόμιμον σύζυγον (ἄκοιτιν), Ἰλ. Ι. 449. 452· συχν. ἀργυρώνητος δούλη, ὡς ἐν Ὀδ. Ξ. 203· π. δούλη Ἀνθολ. Π. 3. 3. Πρβλ. παλλακή.

English (Autenrieth)

ίδος: concubine.

Greek Monolingual

παλλακίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. παλλακίδα.

Greek Monotonic

παλλᾰκίς: -ίδος, ἡ, παλλακίδα, μαιτρέσα, ερωμένη, Λατ. pellex, αντίθ. προς τη νόμιμη γυναίκα (κουριδίη ἄλοχος), σε Όμηρ. (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως πάλλαξ= νεανίς).

Middle Liddell

παλλᾰκίς, ίδος, ἡ,
a concubine, mistress, Lat. pellex, opp. to a lawful wife (κουριδίη ἄλοχοσ), Hom. [Prob. from same Root as παλλάς = νεᾶνις.]

Mantoulidis Etymological

-ίδος (=ἐρωμένη, φιλενάδα) ἀντίθετα μέ τή νόμιμη σύζυγο (ἄκοιτις). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως ἀπό ἀρχαιότ. καί πιθ. προελλην. ἤ ἀσιατ. ρίζα πού σημαίνει νεανίας, νεᾶνις, νεαρά γυνή· ὁμόρρ. πάλληξ (=νεαρός), παλλάκιον (=νεαρός), πάλλας (=νέος), παλλακός (=ἐρώμενος).