γενεαλογέω
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
Ion. γενεηλογέω, trace a pedigree, γενεαλογέω γένεσιν Hdt.2.146; γενεαλογέω ἑωυτόν = draw out one's pedigree, ib.143; γενεαλογέω τὴν συγγένειαν X.Smp. 4.51; γενεαλογέω τινά τινος Plu.2.894b; γενεαλογέω τινὰ γενέσθαι, εἶναι…, Id.Lyc.1, Paus.5.14.9; περί τινος Luc.Salt.7: abs., οἱ γενεαλογοῦντες Isoc.15.180, Thphr. Char.28.2:—Pass., Hp.Septim.4; ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται Hdt.6.54; τὰ νυνδὴ γενεαλογηθέντα Pl.Ti.23b; γενεαλογούμενος ἔκ τινος Ep.Hebr.7.6; οὐκ ἐγενεαλογήθη εἰς πρωτοτόκια = he was not registered for primogeniture; ἐγενεαλογήθη (impers.) the genealogy was reckoned, LXX 1 Ch.5.1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. γενεη- Hdt.2.142, 143
1 hacer una genealogía c. ac. ἐν Θήβῃσι γ. ἑαυτόν localizar en Tebas sus propios orígenes Hdt.2.143
•c. ac. de pers. y gen. de origen hacer comenzar la genealogía a partir de Ἀνθηδόνος καὶ Ἀλκυόνης αὐτὸν γενεαλογεῖ Mnaseas 12, Ἡσίοδος αὐτὸν γῆς γενεαλογεῖ de Tifón EM 772.50G., καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν γενεαλογεῖν ref. a Deucalión y Pirra, Pl.Ti.22b, cf. Plu.2.894b, ἐκ σπέρματος τοῦ Δαβὶδ ... γενεαλογοῦσι τὸν Χριστόν Ath.Al.M.26.1108D
•c. ac. int. ἀπὸ τούτου γενεηλογέουσι αὐτῶν τὴν γένεσιν inician la genealogía de éstos a partir de ese momento Hdt.2.146, γενεαλογοῦσι τὴν συγγένειαν X.Smp.4.51
•c. εἶναι mostrar cómo alguien desciende γενεαλογεῖ δὲ ἐν τῷ ὕμνῳ νεώτατον παίδων Διὸς Καιρὸν εἶναι (Ión de Quío) muestra en el himno cómo Kairos es el descendiente más joven de los hijos de Zeus Paus.5.14.9
•abs. οἱ γενεαλογοῦντες los que hacen genealogías Isoc.15.180, cf. Thphr.Char.28.2, οἱ πλεῖστοι σχεδὸν οὐχ οὕτω γενεαλογοῦσιν Plu.Lyc.1
•en v. pas. ser incluido en una genealogía ταῦτα μέν νυν ... γεγενεηλόγηται estos son los datos genealógicos Hdt.6.54, τὰ ... νυνδὴ γενεαλογηθέντα las genealogías citadas Pl.Ti.23b, οὐκ ἐγενεαλογήθη εἰς πρωτοτόκια = no fué contado por primogénito LXX 1Pa.5.1, ὁ δὲ μὴ γενεαλογούμενος ἐξ αὐτῶν pero él, cuya genealogía no deriva de ellos, Ep.Hebr.7.6, οἱ δὲ χριστιανοὶ γενεαλογοῦνται ἀπὸ τοῦ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Aristid.Apol.2.6.
2 p. ext. buscar el origen c. ac. μοι νῦν οὐ πᾶσαν ὄρχησιν πρόκειται γενεαλογεῖν Luc.Salt.34, c. gen. y prep. οἵ γε ... ὀρχήσεως πέρι γενεαλογοῦντες Luc.Salt.7, en v. pas. οἱ πόνοι οἱ περὶ τὸν ὄγδοον μῆνα γεγενεαλογημένοι los dolores cuyo origen se sitúa alrededor del octavo mes Hp.Oct.8.1.
German (Pape)
[Seite 481] ion. γενεηλογέω, das Geschlecht berechnen, ein Geschlechtsregister machen, ἀπὸ τούτου γ. αὐτῶν γένεσιν Her. 2, 146; τὴν πατριὴν τὴν Κύρου 3, 75, u. öfter; vgl. Plat. Tim. 22 b; τοὺς ἔκ τινος Theaet. 155 d; τὴν συγγένειαν Xen. Conv. 4, 51; τινά, jemandes Geschlecht, Ahnen ausmitteln, Her. 2, 144; τινὰ γενέσθαι τινός, Plut. Lyc. 2, wie τινά τινος, Jemandes Ursprung von Einem ableiten, plac. phil. 3, 5 u. Ath. VII, 296 b. Als Kind Jemandes angeben, Paus. 5, 14, 9 u. öfter Gramm. Auch περί τινος, über die Entstehung von etwas Untersuchungen anstellen, Luc. salt. 7.
French (Bailly abrégé)
γενεαλογῶ :
1 faire la généalogie de : τινά de qqn ; τινά τινος rechercher ou indiquer la généalogie de qqn ; γ. τινὰ γενέσθαι PLUT montrer comment une personne descend d'une autre ; γ. γένεσιν HDT ou τὴν συγγένειαν XÉN rechercher ou indiquer l'origine ou la parenté de qqn ; Pass. être dit à titre de renseignement sur la famille ou l'origine (de qqn) ; ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται (ion.) HDT voilà ce qu'on sait de leur famille;
2 p. ext. rechercher l'origine : γ. περί τινος, τι de qch.
Étymologie: γενεά, λόγος.
Russian (Dvoretsky)
γενεᾱλογέω: ион. γενεηλογέω составлять или излагать родословную: γ. τινα Her., Arst., Plut. или γ. τινα γενέσθαι Plut. составлять чью-л. родословную; ταῦτά νυν γεγενεηλόγηται Her. такова вот родословная (их); γ. τινα ἔκ τινος Plat. и τινος Plut. или γένεσίν τινος ἀπό τινος Her. вести чью-л. родословную от кого-л.; γ. τὴν συγγένειαν Xen. исследовать происхождение; γ. τι и περί τινος Luc. исследовать происхождение чего-л.; τὰ γενεαλογηθέντα Plat. родословные таблицы.
Greek (Liddell-Scott)
γενεᾱλογέω: ἀνιχνέυω τοὺς προγόνους, ἐξετάζω τὴν γενεάν, γεν. γένεσιν Ἡρόδ. 2. 146· γεν. τινα, εὑρίσκω τὴν γενεαλογίαν του καὶ τὴν ἐκθέτω, αὐτόθι 143· γ. τὴν συγγένειαν Ξεν. Συμπ. 4. 51· γεν. τινά τινος Πλούτ. 2. 894Β· γ. τινα γενέσθαι ἢ εἶναι… ὁ αὐτ. Λυκούργ. 2, Παυσ. 5. 14, 9· περί τινος Λουκ. Ὀρχ. 7.– Παθ., ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται Ἡρόδ. 6. 53· τὰ νῦν δὴ γενεαλογηθέντα Πλάτ. Τιμ. 23Β· γενεαλογούμενος ἔκ τινος πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐγενεαλογήθη (ἀπροσώπ.), ἡ γενεαλογία ὑπελογίσθη, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ε΄, 1).
English (Strong)
from γενεά and λόγος; to reckon by generations, i.e. trace in genealogy: count by descent.
English (Thayer)
γενεαλόγω: (present passive γενεαλογοῦμαι); to act the genealogist (γενεά and λέγω), to recount a family's origin and lineage, trace ancestry (often in Herodotus; Xenophon, Plato, Theophrastus, Lucian, Aelian, others; (the Sept. to draw one's origin, derive one's pedigree: ἐκ τίνος, Hebrews 7:6.
Greek Monotonic
γενεᾱλογέω: μέλ. -ήσω, ανιχνεύω μέσω του γενεαλογικού δέντρου· γενεαλογέω γένεσιν, σε Ηρόδ.· γενεαλογέω τινα, φτιάχνω το γενεαλογικό δέντρο κάποιου, στον ίδ. — Παθ., ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται, στον ίδ.· γενεαλογούμενος ἔκ τινος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from γενεάλογος
to trace by way of pedigree, γεν. γένεσιν Hdt.; γεν. τινα to draw out his pedigree, Hdt.: —Pass., ταῦτα μέν νυν γεγενηλόγηται Hdt.; γενεαλογούμενος ἔκ τινος NTest.
Chinese
原文音譯:genealogšw 給尼阿-羅給哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:成為-放置(說)
字義溯源:清點族譜,世代由來,同譜;由(γενεά)=族系)與(λόγος)=話)組成;其中 (γενεά)出自(γένος)=親戚,族裔), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 同譜(1) 來7:6