καταντλέω
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
A pour water or liquid down one's throat, Alex.85; pour over, εἰς τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ σώματος κατήντλουσαν (3pl. impf.) PSI 3.168 (ii A.D.): metaph., pour a flood of words over, ταῦτά τινος Ar. V.483; κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων Pl.R. 344d; φιλοσοφίας γέλωτα κ. ib. 536b; τὰ ποιήματα ημῶν κ. Id.Ly.204d:—Pass., metaph., -ούμενος ταῖς τῶν βασάνων τρικυμίαις LXX 4 Ma.7.2.
2 bathe, κ. τι ἐλαίῳ Gal.8.366; τὴν ὁδὸν αἵματι J.AJ8.4.1:—Pass., μύροις Id.BJ4.9.10.
German (Pape)
[Seite 1366] darauf-, darübergießen, -schütten, nach Moeris hellenistisch für αἰονᾶν, Medic. u. Sp., wie Ios.; warme Umschläge, Bähungen auf Etwas machen, übertr., ὅταν ξυνήγορος ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ Ar. Vesp. 483, Plat. Rep. I, 344 d ὥσπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον; γέλωτά τινος, Einen oder Etwas mit Lachen, mit Spott überhäufen, VII, 536 b; Ath. V, 221 a.
French (Bailly abrégé)
καταντλῶ :
verser sur, épancher sur.
Étymologie: κατά, ἀντλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αντλέω uitgieten over, met acc. en gen., overdr.: ὅταν ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ wanneer hij diezelfde (beschuldigingen) over jou uitstort Aristoph. Ve. 483; ἡμῶν κατὰ τῶν ὤτων πολὺν λόγον κ. over onze oren een vloed van woorden uitstorten Plat. Resp. 344d.
Russian (Dvoretsky)
καταντλέω: досл. выливать, перен. затоплять, обрушивать: τὰ ποιήματά τινος κ. Plat. надоедать кому-л. (своими) стихами; γέλωτα κ. φιλοσοφίας Plat. засыпать философию насмешками.
Greek (Liddell-Scott)
καταντλέω: ἐπιχέω ὕδωρ ἢ ὑγρὸν μετὰ πολλῆς ἀφθονίας ἐπί τινος ὑποκειμένου, Ἄλεξ. ἐν «Ἡσ.» 1· «τὸ αἰονᾶν Ἀττικόν· τὸ καταντλεῖν Ἑλληνικὸν» Μοῖρις·- μεταφ., κατακλύζω διὰ φλυαρίας, «πνίγω μὲ τὰ λόγια», τινὸς Ἀριστοφ. Σφ. 483· οὕτω, κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων ὥσπερ βαλανεὺς Πλάτ. Πολ. 344D· γέλωτα καταντλήσομεν τῆς φιλοσοφίας αὐτόθι 536Β· τὰ ποιήματα ἡμῶν κ., ἐπιχέει ἄνωθεν ἡμῶν χείμαρρον ποιημάτων, μᾶς καταπνίγει δι’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204D· ἱερείων πολλῶν αἵματι τὴν ὁδὸν κ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 4, 10· καὶ τὸ παθητ., κατηντλῆσθαι σφοδροῖς λόγοις Ἀθήν. 221Α· καταντλοῦμαι μύροις Ἰώσηπ. 2) λούω, καταβρέχω, πλύνω μὲ ὕδωρ (σύνηθες τοῖς ἰατροῖς, ὡς καὶ τὸ ἐπαντλεῖν), κ. ὕδατι θερμῷ ἢ ἐλαίῳ τὸ πεπονθὸς μόριον Γαλην. (;)· κ. θαλάσσῃ τὰ ἕλκη Διοσκ.· καὶ Παθ., ἔλαιον καταντλεῖται, χάριν θεραπείας, Ἀφροδ. πρβλ. 1. 50.
Greek Monotonic
καταντλέω: μέλ. -ήσω, ρίχνω νερό από πάνω· μεταφ., κατακλύζω με λόγια, τινός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to pour water over:—metaph. to pour a flood of words over, τινός Ar.