καταδείκνυμι
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
Ion. aor. κατέδεξα,
A discover and make known, τὸν Ταρτησσὸν οὗτοί εἰσι οἱ καταδέξαντες Hdt.1.163; Νεκῶ… πρώτου καταδέξαντος (sc. τὴν Λιβύην περίρρυτον ἐοῦσαν) Id.4.42: followed by a Conj., κατέδειξεν ἐναργῶς, ὡς… Arist.Fr.673:—Pass., c. part., κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν Χρηστή had been proved to be... Hdt.7.215.
2 invent and teach, introduce, προαγωγούς Ar.Ra.1079 (anap.); τέχνην Antiph. 123.1, cf. Diod.Com.2.4; ἰατρικήν Pl.R. 407d, cf. 406c; τελετάς D.25.11; τὸν οἶνον τοὺς θεοὺς θνητοῖς καταδεῖξαι Com.Adesp.106.2: c.inf., show how to do, ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες Hdt.1.171; οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῖς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ τόμια ἐξορκίζεσθαι Aeschin.2.87; κ. τοῖς λαοῖς θεοὺς σέβεσθαι D.S.1.45: both constr. joined, τελετάς θ' ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ' ἀπέχεσθαι Ar.Ra.1032, cf. 1062.
German (Pape)
[Seite 1345] (s. δείκνυμι), zeigen, bekannt machen, darthun; τὸν Ταρτησσὸν οὗτοί εἰσι οἱ καταδέξαντες Her. 1, 163; Ar. Ran. 1062; ἰατρικήν, lehren, Plat. Rep. III, 407 d; τέχνην Antiphan. Stob. fl. 61, 2; τελετάς, vom Orpheus, Dem. 25, 11, vgl. Ar. Ran. 1032; c. inf., Her. 1, 171, wie Ar. Av. 501; τοῖς λαοῖς θεοὐς σέβεσθαι D. Sic. 1, 45; c. partic., ἐκ τόσου κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστή Her. 7, 215.
French (Bailly abrégé)
1 montrer, faire voir : κατεδέδεκτο (ion.) ἐοῦσα HDT elle avait prouvé qu'elle était…;
2 montrer, enseigner.
Étymologie: κατά, δείκνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δείκνυμι, Ion. aor. κατέδεξα, ptc. καταδέξαντες; Ion. plqperf. med.-pass. 3 sing. κατεδέδεκτο ontdekken:; τὸν Ταρτησσὸν οὗτοί εἰσι οἱ καταδέξαντες zij zijn de ontdekkers van Tartessus Hdt. 1.163.1; pass. blijken, met ptc.: κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστή het (pad) was allerminst bruikbaar gebleken Hdt. 7.215. uitvinden, laten zien:; Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες Cariërs zijn de uitvinders Hdt. 1.171.4; ἰατρικήν de geneeskunde uitvinden Plat. Resp. 407d; met acc. en inf.: Ὀρφεὺς τελετάς θ’ ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ’ ἀπέχεσθαι Orpheus liet ons kennismaken met zijn mysteriën en leerde ons ons van moord te onthouden Aristoph. Ran. 1032.
Russian (Dvoretsky)
καταδείκνῡμι: (ион. aor. κατέδεξα)
1 показывать, обнаруживать, открывать (τὸν Ἀδρίην καὶ τὴν Τυρσηνίην τοῖσι Ἓλλησι Her.);
2 показывать, учить, обучать (τινί τι и ποιεῖν τι Arph.; ἐπὶ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήϊα ποιέεσθαι Her.; τὴν ἀρχὴν ἀγαθῶν εἰς ἀνθρώπους Plut.): κ. ἰατρικήν Plat. учить врачеванию;
3 med.-pass. оказываться (ἡ ἀτραπὸς κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστὴ Μηλιεῦσι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
καταδείκνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -δείξω, Ἰων. ἀόρ. κατέδεξα: - ἀνακαλύπτω τι καὶ δεικνύω αὐτό, τὸν Ταρτησὸν οὗτοί εἰσι οἱ καταδέξαντες Ἡρόδ. 1. 163· Νεκῶ… πρώτου καταδέξαντος (δηλ. τὴν Λιβύην περίρρυτον ἐοῦσαν) 4. 42, Πλάτ. Πολ. 407D, κτλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., κάμνω γνωστὸν ὅτι…, Αἰσχίν. 39. 26· ἑπομένου συνδέσμου, κατέδειξεν ἐναργῶς, ὡς… Ἀριστ. Ἀποσπ. 623. - Παθ., μετὰ μετοχ., κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστή, εἶχεν ἀποδειχθῇ ὅτι…, Ἡρόδ. 7. 215. 2) ἐφευρίσκω καὶ διδάσκω, εἰσάγω, καταδεικνύω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079· ὅστις τέχνην πρῶτος κατέδειξεν Ἀντιφάνης ἐν «Κναφεῖ» 1· ἰατρικὴν Πλάτ. Πολ. 407D, πρβλ. 406C· τελετὰς Δημ. 772. 26· τὸν οἶνον τοὺς θεοὺς θνητοῖς καταδεῖξαι Κωμ. Ἀνώνυμ. 16· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., δεικνύω τὸν τρόπον καθ’ ὃν γίνεταί τι, ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες Ἡρόδ. 1. 171· ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1032 ἀμφότεραι αἱ συντάξεις συνδυάζονται, τελετάς θ’ ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ’ ἀπέχεσθαι, πρβλ. 1062.
Spanish
mostrar como invención, dar a conocer
Greek Monotonic
καταδείκνῡμι: και -ύω, μέλ. -δείξω· Ιων. αόρ. αʹ κατέδειξα — Παθ., Ιων. γʹ ενικ. υπερσ., κατεδέδεκτο·
1. ανακαλύπτω και δείχνω κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ανακοινώνω, γνωστοποιώ ότι..., σε Αισχίν. — Παθ. με μτχ., κατεδέδεκτο ἐοῦσα χρηστή, είχε αποδειχθεί ότι ήταν χρήσιμη, σε Ηρόδ.
2. εφευρίσκω και διδάσκω, εισάγω, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με απαρ., υποδεικνύω, δείχνω τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
and -ύω fut. δείξω ionic aor1 κατέδεξα Pass., ionic 3rd sg. plup. κατεδέδεκτο
1. to discover and make known, Hdt., Plat., etc.; c. inf. to give notice that…, Aeschin.:—Pass., c. part., κατεδέδεκτο ἐοῦσα χρηστή had been proved to be good, Hdt.
2. to invent and teach, introduce, exhibit, Ar., Plat.; c. inf. to show how to do, Hdt., Ar.
Léxico de magia
mostrar como invención, dar a conocer como acción de la divinidad σὲ καλῶ, ... ὁ καταδείξας ἐπὶ τῆς γῆς ζῶα a ti te invoco, el que dio a conocer los seres vivos sobre la tierra P II 104 σὺ γὰρ εἶ ὁ καταδείξας φῶς καὶ χιόνα pues tú eres el que dio a conocer la luz y la nieve P V 18 ὅτι ὁρκίζω σε τὸν καταδείξαντα τὰς ἑκατὸν τεσσεράκοντα γλώσσας καὶ διαμερίσαντα τῷ ἰδίῳ προστάγματι pues te conjuro a ti, que mostraste las ciento cuarenta lenguas y las distribuiste con tu propio mandato P IV 3056