παροδεύω

From LSJ
Revision as of 07:35, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδεύω Medium diacritics: παροδεύω Low diacritics: παροδεύω Capitals: ΠΑΡΟΔΕΥΩ
Transliteration A: parodeúō Transliteration B: parodeuō Transliteration C: parodeyo Beta Code: parodeu/w

English (LSJ)

A pass by, Theoc. 23.47, AP 9.341 (Glauc.), etc.; of flowing water, Polyaen.3.9.61; of the ureter, Archig. and Philagr. ap. Aët. 11.4; διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει Porph. ap. Eus. PE 3.11.
2 c. acc., pass by or through, D.S.32.27, Plu.2.973d, Herm. ap. Stob.1.49.44, Luc.Nigr.36, IG14.881 (Sinuessa): Astron., pass through or across, Plu. 2.67oc, Ptol. Tetr.109; τὰ αὐτοῦ ὅρια Vett. Val. 145.9:—Pass., to be passed by, J. BJ5.10.2, Plu.2.759f.
3 pass, spend, τὸν βίον BCH 27.261 (Argos).

German (Pape)

[Seite 524] vorübergehen; Theocr. 23, 47; Glauc. 2 (IX, 341); an Etwas, mit dem acc., Luc. Nigr. 36; Scyth. 10, u. öfter bei Plut.; auch pass., amator. 16.

French (Bailly abrégé)

1 passer auprès;
2 aller au delà de, dépasser, acc..
Étymologie: πάροδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροδεύω [πάροδος] voorbijgaan; voorbij... gaan, door... heen gaan.

Russian (Dvoretsky)

παροδεύω:
1 проходить мимо Theocr., Anth.;
2 проходить, проезжать, проплывать, переходить (τι Luc.): ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Plut. когда солнце проходит через созвездие Льва.

Greek (Liddell-Scott)

παροδεύω: παρέρχομαι, ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται πολλάκις Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2.

Greek Monolingual

Α οδεύω
1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.)
2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.)
3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι, προσπερνώ κάτι («τοῖς συνήθως παροδεύουσι τὸν τόπον», Πλούτ.)
4. αστρον. πορεύομαι, διέρχομαι ανάμεσα από κάτι («τοῦ ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος», Πλούτ.)
5. μτφ. διάγω, ζω, δαπανώ («τὸν βίον παροδεύοντος», επιγρ.).

Greek Monotonic

παροδεύω: μέλ. -σω,
1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι, σε Θεόκρ.
2. με αιτ., πηγαίνω, περνώ από δίπλα, προσπερνώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
1. to pass by, Theocr.
2. c. acc. to go past, Luc.