προσεπιτείνω

From LSJ
Revision as of 07:45, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιτείνω Medium diacritics: προσεπιτείνω Low diacritics: προσεπιτείνω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: prosepiteínō Transliteration B: prosepiteinō Transliteration C: prosepiteino Beta Code: prosepitei/nw

English (LSJ)

A stretch still further: metaph., contend more earnestly, Id.3.24.14.
2 intensify still more, τὴν παροῦσαν ἐπιθυμίαν Phld. Rh.2.290S.; τὸ δίψος Plu.2.689e; τὴν καλὴν νεανιείαν Ph.2.306; τὴν ὀργήν J.BJ7.3.3:—intr., of fevers, Gal.7.859:—Pass., of wind, Ph. 2.99.
II impose severer terms upon, τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.63.2: abs., π. ταῖς βασάνοις use severer tortures, D.S.10.18.
III intr., to be prolonged, Orib.Fr.74.

German (Pape)

[Seite 762] (s. τείνω), noch dazu, noch mehr anspannen, anstrengen; Pol. 3, 24, 14; Gegensatz von λύειν, δίψος, Plut. Symp. 6, 3, 2.

French (Bailly abrégé)

f. προσεπιτενῶ, ao. προσεπέτεινα, etc.
accroître encore, acc..
Étymologie: πρός, ἐπιτείνω.

Russian (Dvoretsky)

προσεπιτείνω:
1 досл. (все) больше напрягать, перен. повышать, усиливать (τὰ ἐν ταῖς συνθήκας Polyb.; τὸ δίψος Plut.);
2 суровее обращаться, притеснять (τινά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιτείνω: ἐπιτείνω ἐπὶ πλέον, ἔτι μᾶλλον ἐπιτείνω, τι Πολύβ. 3. 24, 14. 2) ἔτι ἰσχυρότερον ποιῶ, τὴν δίψαν Πλούτ. 2. 689C· τὴν ὀργὴν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 3, 3. ΙΙ. βασανίζω ἢ τιμωρῶ ἔτι μᾶλλον, τινὰ Πολύβ. 1. 63, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 557. 54.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιτείνω
τονίζω ακόμη πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.
β. «ὁ προφήτης προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)
αρχ.
1. στενοχωρώ ακόμη περισσότερο
2. καθιστώ ακόμη κάτι πιο ισχυρό
3. επιβάλλω πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», Πολ.)
4. επιμηκύνομαι.

Greek Monotonic

προσεπιτείνω: μέλ. -τενῶ·
I. απλώνω, εκτείνω ακόμα περισσότερο, θέτω περισσότερη δύναμη, τι, σε Πολύβ.
II. βασανίζω ή τιμωρώ ακόμα περισσότερο κάποιον, τινά, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
I. to stretch still further, to lay more stress upon, τι Polyb.
II. to torture or punish yet more, τινά Polyb.