ἔπαυλις
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ἐπαύλεως, ἡ,
A steading, Hdt.1.111; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Plb.5.35.13, cf.IG14.1284, etc.
2 farm-building, country house, D.S.12.43, Plu.Pomp.24, Alciphr.Fr. 6.1, etc.
3 in military language, quarters, ἔπαυλιν ποιεῖσθαι = encamp, Pl.Alc.2.149c; ἐπὶ στρατοπεδείᾳ Plb.16.15.5.
4 unwalled village, LXX Le.25.31,al.
French (Bailly abrégé)
ἐπαύλεως (ἡ) :
1 endroit pour passer la nuit, particul. pour le bétail parc, étable;
2 bien de campagne;
3 camp, bivouac.
Étymologie: ἐπί, αὐλή.
German (Pape)
ἐπαύλεως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24, Poplic. 5; DS. 12.43; Ath. V.215a; Meierei und überhaupt = ἔπαυλος; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2.629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5.35.13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16.15.5, wie Plat. Alc. II, 149c.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαυλις: ἐπαύλεως ἡ
1 загон, стойло Her., Polyb.;
2 имение, поместье Diod., Plut.;
3 лагерь, стоянка, бивак, Plat., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαυλις: ἐπαύλεως, ἡ, ἀγροτικὴ κατοικία βουκόλου, μάνδρα, Ἡρόδ. 1. 111· οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῖ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, αὐλίζεσθαι ἐν τῇ αὐτῇ μάνδρᾳ, Πολύβ. 5. 35, 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 11. 2) ὑποστατικόν, τὸ Τουρκιστὶ λεγόμενον «τσιφλίκι», οἰκία ἀγροτική, Διόδ. 12. 43, Πλουτ. Πομπ. 34, κλ. 3) ἐν στρατιωτικῇ γλώσσῃ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι, καταλύειν, στρατοπεδεύειν, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149C· ἐπὶ τόπῳ Πολύβ. 16. 15, 5.
English (Strong)
from ἐπί and an equivalent of αὐλή; a hut over the head, i.e. a dwelling: habitation.
English (Thayer)
ἐπαύλεως, ἡ (ἐπί and αὖλις tent, place to pass the night in; hence, a country-house, cottage, cabin, fold), a farm; a dwelling (A. V. habitation): Diodorus, Plutarch, others; also a camp, military quarters, Plato, Polybius)
Greek Monotonic
ἔπαυλις: ἐπαύλεως, ἡ, = το επόμ., σε Ηρόδ.· στάνη, μάντρα για πρόβατα.
Middle Liddell
ἔπ-αυλις, ἐπαύλεως = ἔπαυλος, Hdt.]
a fold, Hdt.
Chinese
原文音譯:œpaulij 誒普-凹利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-庭院 相當於: (חָצֵר / חֲצֵרִים)
字義溯源:遮身茅舍,住處,家園,住宅;由(ἐπί)*=在⋯上)與(αὐλή)=場地)組成;其中 (αὐλή)出自(ἀήρ)=空氣),而 (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 住處(1) 徒1:20