σκώψ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ὁ, gen. σκωπός, nom. pl. σκῶπες, a small kind of
A owl (γλαῦξ being the generic name), the little horned owl, Strix scops, Od.5.66, Epich.166, Theoc.1.136, cf. Arist.HA592b11, 617b31.
2 a dance in which the dancers mimicked an owl, Ael.NA15.28, Poll.4.103, Ath.9.391a, 14.629f:—in the last place it is explained (as if = σκοπός) of shading the eyes with the hand so as to see better; so also Hsch. s.v. σκωπευμάτων: cf. ὑπόσκοπος.
3 a kind of fish, Nic.Fr.18. (In Ael. l.c., Ath.9.391a, b, σκώπτω (as if = mimic) is expld. fr. σκώψ, the owl being captured by means of its tendency to mimic one who danced in front of it; other explanations in Sch.Theoc.1.136.)
German (Pape)
[Seite 910] σκωπός, ὁ, 1) eine Eulenart, vielleicht der Kauz, Od. 5, 66 u. Sp., wie En. ad. 468 (IX, 380); nach Einigen von σκώπτω, wegen der spaßhaften Gestalt, nach Anderen von σκέπτομαι, wegen der großen Glotzaugen. – 2) ein lustiger Tanz, bei dem man die Gebehrden der Eule nachmacht; Poll. 4, 14; Ael. H. A. 15, 28; – bei Ath. XIV, 629 e neben σκώπευμα, wo er erkl. ἦν δὲ ὁ σκὼψ τῶν ἀποσκοπούντων τὸ σχῆμα, ἄκραν τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότων.
French (Bailly abrégé)
σκωπός (ὁ) :
1 sorte de chouette ou de hibou, pê fresaie ou effraie, litt. « l'oiseau qui guette »;
2 p. anal. danse comique où l'on imitait la posture de la chouette.
Étymologie: R. Σκεπ, voir, regarder ; cf. σκέπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκώψ σκωπός, ὁ [~ σκώπτω?] kleine hoornuil.
Russian (Dvoretsky)
σκώψ: σκωπός ὁ филин или сыч Hom., Arst., Theocr.
English (Autenrieth)
σκωπός: horned owl, Od. 5.66†.
Greek Monolingual
ο / σκώψ, -ωπός, ΝΑ
λόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, του κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scops
αρχ.
1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκώψ (< σκωπ-ς), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. σκέπτομαι με κατάλ. -ς (πρβλ. κλώψ, πτώξ). Το πτηνό αυτό πήρε το όνομά του από το επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα και την παρατηρητικότητά του, γεγονός που οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση του ρ. σκώπτω ως παραγώγου του σκώψ. Σύμφωνα, όμως, με παλαιότερες απόψεις, η λ. σκώψ προήλθε από το ρ. σκώπτω.
Greek Monotonic
σκώψ: ὁ, γεν. σκωπός, ονομ. πληθ. σκῶπες (σκώπτω), είδος μικρής κουκουβάγιας, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
σκώψ: ὁ, γεν, σκωπός, ὀνομ. πληθ. σκῶπες·- εἶδος μικρῶν γλαυκῶν (γλαῦξ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ γένους), πιθαν. μικρὸς «μποῦφος», Strix scops, Ὀδ. Ε. 66, Θεόκρ. 1. 134· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 3,. 9. 28, 1. 2) ὄρχησις καθ’ ἣν οἱ ὀρχούμενοι ἐμιμοῦντο γλαῦκα, Αἰλ. π. Ζ. 15. 28, Ἀθήν. 391Α, 629F - ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον τὸ μερικὸν κλείσιμον τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὴν διὰ τῆς χειρὸς ἐπισκίασιν αὐτῶν ὥστε νὰ ἴδῃ τις καλλίτερον· οὕτω καὶ Πολυδ. Δ΄, 103, Ἡσύχ. πρβλ. σκέπτομαι ἐν τέλ., ὑπόσκοπος.
3) εἶδος ἰχθύος Νικ. παρ’ Ἀθην. 329Α. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΣΚΕΠ, σκέπτομαι, ὡς ἐκ τῶν μεγάλων καὶ ἀτενῶς βλεπόντων ὀφθαλμῶν αὐτοῦ (πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία ἐν σημ. 2), καθὼς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ κλέπτω, φὼρ ἐκ τοῦ φέρω· - οὕτω δὲ καὶ τὸ σκώπτω πρέπει νὰ παράγηται ἐκ τοῦ σκὼψ (οὐχὶ σκὼψ ἐκ τοῦ σκώπτω), ὥστε ἡ πρώτη σημασία τοῦ σκώπτω θὰ εἶναι κραυγάζω ὡς ἡ γλαῦξ.
Frisk Etymological English
σκωπός
Grammatical information: m.
Meaning: little horned owl (ε 66, Epich., Arist., Theoc. a. o.); metaph. as fishname (Nic. Fr. 18), prob. after the picture of the colours (Strömberg 114); as name of a dance (Ael., Poll.), with in the same meaning also σκώπευμα (A. Fr. 70 = 20 M.) and σκωπίας (Poll.); as name of a dance also connected with σκοπεῖν (Ath., H.; s. on A. s. v.).
Other forms: Also κώψ.
Compounds: As 2. member in ἀεί-σκωψ a kind of owl (Arist.), which was acc. to Arist. not a migratory bird.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as πτώξ, κλώψ a.o. (Chantraine Form. 2); unexplained. By Ath. and Ael. connected with σκώπτω; thus Osthoff (s. bel.) and Machek Ling. Posn. 5, 68f. Rater (with Curtius 168 a. o.) to σκέπτομαι from the sharp view and the protruding circle of eyes. A by-form κώψ is often mentioned (s. Thompson Birds s. σκώψ); further γῶπας κολοιούς. Μακεδόνες H. So only folketymolog. to σκέπτομαι or σκώπτω (Chantraine l.c.)? Older lit. in Osthoff BB 29, 259 ff. -- Cf. γλαῦξ, στύξ and ὦτος (s. οὖς). -- Seen the variation prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
σκώπτω
a small kind of owl, Od., Theocr.
Frisk Etymology German
σκώψ: σκωπός
{skṓps}
Grammar: m.
Meaning: kleine Horneule (ε 66, Epich., Arist., Theok. u. a.); übertr. als Fischname (Nik. Fr. 18), wohl nach der Farbenzeichnung (Strömberg 114); als N. eines Tanzen (Ael., Poll.), wozu in derselben Bed. noch σκώπευμα (A. Fr. 70 = 20 M.) und σκωπίας (Poll.); als Tanzname auch auf σκοπεῖν bezogen (Ath., H.; s. zu A. a. O.).
Composita: Als Vorderglied in ἀείσκωψ Eulenart (Arist.), die nach Arist. kein Zugvogel war.
Etymology: Bildung wie πτώξ, κλώψ u.a. (Chantraine Form. 2); nicht sicher erklärt. Von Ath. und Ael. mit σκώπτω verbunden; ebenso Osthoff (s. u.) und Machek Ling. Posn. 5, 68f. Eher (mit Curtius 168 u. a.) zu σκέπτομαι vom scharfen Blick und dem hervortretenden Augenkreis. Eine Nebenform. κώψ wird mehrfach erwähnt (s. Thompson Birds s. σκώψ); dazu γῶπας· κολοιούς. Μακεδόνες H. Somit nur volksetymologisch zu σκέπτομαι oder σκώπτω (Chantraine a. O.)? Ältere Lit. bei Osthoff BB 29, 259 ff. — Vgl. γλαῦξ, στύξ und ὦτος (s. οὖς).
Page 2,746-747