βραδυτής
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
βραδυτῆτος, ἡ, slowness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίη τε Il.19.411; so of persons, S.Ant.932 (anap.), Th.1.71, 5.75, Pl.Phd. 109d, Thphr. Char.14.1: in plural, Isoc.4.141, D.18.246: lit. slowness, opp. τάχος, Pl.Ti.39b, cf. Arist. Ph.228b29.
Spanish (DGE)
βραδυτῆτος, ἡ
1 lentitud, indolencia ref. a pers. ἡμετέρῃ βραδυτῆτι τε νωχελίῃ τε Il.19.411, ἐς ... ἀβουλίαν ... καὶ βραδυτῆτα Th.5.75, διὰ ... βραδυτῆτα ... καὶ ἀσθένειαν Pl.Phd.109d, ἐν ταῖς πράξεσιν Isoc.4.141, ἐν λόγοις Thphr.Char.14.1, ἴσθι ... τὴν βραδυτῆτα ... οὐ μικρὰν βλάβην τῷ ταμείῳ φέρειν SB 7741.12 (II d.C.?) en BL 3.193, παρέχων αὑτῷ διὰ τῆς βραδυτῆτος μακροτέραν ἡδονήν al beber, Longus 3.8.2, cf. S.Ant.932, Th.1.71, D.18.246.
2 lentitud ref. al mov. en fenómenos naturales, op. a τάχος: ἵνα δ' εἴη μέτρον ἐναργές τι πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει de los astros, Pl.Ti.39b, ταχυτῆτι γὰρ καὶ βραδυτῆτι ἐνίοτε διώρισται Arist.Ph.228b26, cf. 29, Ocell.8, Vett.Val.183.8, en el curso de una enfermedad τάχος μὲν τὸ θέρος, β. δὲ ὁ χειμὼν προστίθησιν Gal.17(2).386, τῆς ἀναβάσεως βραδυτῆτα del Nilo POxy.2569.19 (III d.C.)
•en la composición musical οἱ πλέον ἢ δεῖ τὴν βραδυτῆτα διὰ συνθέτων φθόγγων ποιούμενοι Aristid.Quint.33.10.
French (Bailly abrégé)
βραδυτῆτος (ἡ) :
mieux que βραδύτης;
lenteur, nonchalance ; particul. lenteur d'esprit.
Étymologie: βραδύς.
German (Pape)
[Seite 461] βραδυτῆτος, ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Il. 19, 411 (ἅπαξ εἰρημ.); Soph. Ant. 932; Prosa, Plat. öfter, wie Folgde. Ggstz. τάχος Gorg. 496 b; plur., ἔνεισι ἐν ταῖς βασιλέως πράξεσιν Isocr. 1, 142; vgl. Dem. 18, 246. – Vom Geiste, Stumpfsinn, Theophr. Ch. 14.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδῠτής: βραδυτῆτος ἡ медленность, медлительность, неторопливость Hom., Soph., Thuc., Plat., Arst.; pl. Isocr., Dem.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραδυτής βραδυτῆτος, ἡ βραδύς
1. traagheid:. πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει voor de onderlinge traagheid en snelheid (van hemellichamen) Plat. Tim. 39b.
2. sloomheid:. ἡμετέρῃ βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε door onze sloomheid en nonchalance Il. 19.411.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυτής: βραδυτῆτος, ἡ, βραδύτης, ἀργοπορία, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· ἀκολούθως ἐν Σοφ. Ἀντ. 932, Θουκ. 1, 71., 5. 75, Πλάτ. κτλ.· κατὰ πληθ., Ἰσοκρ. 70Α, Δημ. 308. 29. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Πλάτ. Φαίδων. 109C, Θεόφρ. Χαρ. 14.
Greek Monotonic
βρᾰδυτής: βραδυτῆτος, ἡ (βραδύς),
1. αργοπορία, βραδύτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. λέγεται για το μυαλό, το πνεύμα, σε Πλάτ.