ἔγκατα

From LSJ
Revision as of 05:57, 4 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκᾰτα Medium diacritics: ἔγκατα Low diacritics: έγκατα Capitals: ΕΓΚΑΤΑ
Transliteration A: énkata Transliteration B: enkata Transliteration C: egkata Beta Code: e)/gkata

English (LSJ)

τά, inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438; ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42 (Comet.): later, nom. sg. ἔγκατον LXX 3 Ki.17.22, Luc. Lex.3.

Spanish (DGE)

(ἔγκᾰτα) -ων, τά
• Alolema(s): sg. ἔγκατον Luc.Lex.3; lacon. ἔγκυτον Hsch.
• Morfología: [dat. ἔγκασι Il.11.438, pero ἐγκάτοις LXX Ps.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]
entrañas ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα Od.9.293, αἷμα καὶ ἔ. Il.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, Od.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.Th.538, ἔ. δ' εἴσω χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.Sacr.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.Lex.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων Gp.20.46.1
fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου AP 15.40.42 (Cometas).

German (Pape)

[Seite 705] τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide; Hom., der außer nom. u. acc. den dat. ἔγκασι hat, Il. 11, 438; vgl. ἐν ἔγκασι φιλεῖν Comet. (XV, 40. 42). Ein nom. sing. ἔγκατον steht Luc. Lexiph. 3 u. LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκᾰτα: τά, (ἐν) τὰ ἐσωτερικά, τὰ «σωτικά», τὰ ἐντόσθια, τὰ ἄλλως ἔντερα, Λατ. intestina, Ὅμ., ἀείποτε κατ’ αἰτ. πλὴν τῆς δοτ. ἔγκασι ἐν Ἰλ. Λ. 438· ― ἑν. ὀνομ. ἔγκατον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 3.

English (Autenrieth)

dat. ἔγκασι: entrails.

Greek Monolingual

τα (AM ἔγκατα)
τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα της γης»)
αρχ.
τα εντόσθια, τα έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος από εξ), οπότε η ομηρική δοτ. έγκασι αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ως ετερόκλιτη (πρβλ. γούνασι)].

Greek Monotonic

ἔγκᾰτα: τά, δοτ. ἔγκᾰσι (ἐν), τα εσωτερικά, σωθικά, εντόσθια, Λατ. intestina, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: intestines (Il.)
Other forms: Dat. pl. ἔγκασι (Λ 438); backformation later sing. ἔγκατον (LXX, Luk.)
Derivatives: ἐγκατόεις containing intestines (Nic.), ἐγκατώδης like intestines (sch.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 158 n. 1 derives it from *ἔγκατος interior, from ἐν like ἔσχατος from ἐξ; ἔγκασι then innovation after γούνασι a. o. - Lac. ἔγκυτον ἔγκατον H. folketymological after κύτος skin, trunk, body.

Middle Liddell

ἔγκᾰτα, τά, [ἐν]
the inwards, entrails, bowels, Lat. intestina, Hom.

Frisk Etymology German

ἔγκατα: {égkata}
Forms: Dat. pl. ἔγκασι (Λ 438); durch Rückbildung später Sing. ἔγκατον (LXX, Luk.)
Grammar: n. pl.,
Meaning: Eingeweide (seit Il.)
Derivative: Davon ἐγκατόεις Eingeweide enthaltend (Nik.), ἐγκατώδης eingeweideähnlich (Sch.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Leumann Hom. Wörter 158 A. 1 von *ἔγκατος interior, Ableitung von ἐν wie ἔσχατος von ἐξ; ἔγκασι wäre dann Neubildung nach γούνασι u. a. — Lak. ἔγκυτον· ἔγκατον H. erklärt sich am einfachsten als volksetymologische Umbildung nach κύτος Haut, Rumpf, Leib (υ nicht aus idg. mit Schwyzer 352).
Page 1,438

Translations

entrails

Afrikaans: ingewande; Arabic: فَرَث; Armenian: փորոտիք; Basque: errai; Bulgarian: въ́трешности; Czech: vnitřnosti; Dutch: ingewanden; Even: эмдэ; Finnish: sisälmykset, sisäelimet; French: entrailles; Galician: entrañas; German: Eingeweide; Greek: σπλάγχνα, σωθικά; Ancient Greek: ἀκρῷα, ἔγκατα, ἐγκοίλια, ἔνδινα, ἐνδόσθια, ἐνδοσθίδια, ἔντερα, ἐντόσθια, ἐντοσθίδια, ἐξαιρέσεις, ἐριθάκη, νήδυια, σπλάγχνα; Guaraní: py'a; Hindi: ओझ; Irish: abach; Italian: interiora, frattaglie, rigaglie, entraglie; Macedonian: утроба; Maori: whēkau; Mbyá Guaraní: py'a; Mongolian: хэвлий; Norwegian: innvoller; Nuosu: ꃶ; Persian: امعا و احشا, دل و روده; Polish: bebechy, wątpia, wnętrzności; Portuguese: entranhas; Romanian: mațe; Russian: внутренности; Slovak: útroba; Spanish: entrañas; Swedish: inälvor; Ukrainian: внутрощі